15 Ιαν 2013

Ψάχνουν για μεγάλες επενδύσεις στην Γεωργία.


Σε αναζήτηση μεγάλων αγροτικών εκτάσεων στην ελληνική επικράτεια, κατάλληλων για γεωργικές εκμεταλλεύσεις μεγάλης κλίμακας, βρίσκονται ξένοι αλλά και Ελληνες επενδυτές στo πλαίσιo μιας ευρύτερης διεθνούς τάσης που προσανατολίζεται σε τοποθετήσεις στις αγροτικές γαίες.

Με όπλο την τεχνολογία και συγκεκριμένα τις πρακτικές της «γεωργίας ακριβείας» ή αλλιώς precision farming ή και precision agriculture, οι οποίες επιτρέπουν τη
μεγιστοποίηση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους της, οι επενδυτές αναζητούν στην Ελλάδα ενιαίες εκτάσεις της τάξης των 500 στρεμμάτων τουλάχιστον, με σκοπό την ανάπτυξη της καλλιέργειας κυρίως ελαιόδεντρων από ποικιλίες που μπορούν να δώσουν καρπό από πολύ μικρή ηλικία, αλλά και αμπελοκαλλιεργειών.

Ο συνήθης κατακερματισμός ωστόσο της ελληνικής αγροτικής ιδιοκτησίας οδηγεί σε μεγάλες καθυστερήσεις στην εξεύρεση τέτοιων εκτάσεων. Oμως άνθρωποι που είναι σε θέση να γνωρίζουν τις εξελίξεις σημειώνουν ότι η νέα εποχή για την αγροτική οικονομία έχει ήδη ανατείλει και μεγάλα συμφέροντα, που περιλαμβάνουν από hedge funds και κρατικά επενδυτικά οχήματα έως πολυεθνικούς κολοσσούς που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και εμπορία αγροτικών μηχανημάτων και ιδιώτες επενδυτές, σαρώνουν αναδυόμενες αγορές και αγορές της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αναμορφώνοντας τον χάρτη της αγροτικής παραγωγής και ιδιοκτησίας του πλανήτη.

Οι αποδόσεις των επενδύσεων αυτών ανέρχονται έως και σε 30% από την εκμετάλλευσή τους χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι υπεραξίες της γης που δημιουργούνται και η προοπτικά αυξανόμενη ζήτηση για αγροτικά προϊόντα που μπορούν να πολλαπλασιάσουν την απόδοση ιδίων κεφαλαίων, σχολιάζει Ελληνας επιχειρηματίας που αναζητεί κατάλληλες γεωργικές εκτάσεις σε συνεργασία με ξένους επενδυτές. Αλλωστε, τα στοιχεία για την επενδυτική αυτή τάση, παγκοσμίως, είναι συγκλονιστικά.

Η αγροτική γη, σύμφωνα με τη Macquarie Agricultural Funds Management, αποτελεί παγκόσμια αγορά αξίας 8,4 τρισ. δολαρίων. Τα τελευταία λίγα χρόνια θεσμικοί επενδυτές έχουν τοποθετήσει περί τα 30 με 40 δισ. δολ. στην εξαγορά τέτοιων εκτάσεων και η δραστηριότητά τους αυτή κλιμακώνεται καθώς αλλάζουν οι δομές της παγκόσμιας ιδιοκτησίας γης. Το μεγάλο επισιτιστικό πρόβλημα που τροφοδοτείται και από το δημογραφικό προφίλ των αναδυόμενων αγορών, αλλά και τα βιοκαύσιμα, έχει οδηγήσει τις τιμές των σιτηρών και άλλων τροφίμων πρωτογενούς παραγωγής σε ιστορικά υψηλά επίπεδα δημιουργώντας εύφορο έδαφος για υψηλές αποδόσεις.

Sovereign funds, ασφαλιστικά ταμεία, πλούσιοι ιδιώτες, private equities και κυβερνήσεις ανταγωνίζονται για να ελέγξουν τις διατροφικές πηγές του αύριο, σημειώνει επιχειρηματίας με συμφέροντα στην αγροτική παραγωγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Deutsche Bank για τις αγροτικές γαίες, από το 2000 στη γεωργία καταγράφονται συναλλαγές επενδυτών που υπερβαίνουν τα 830 εκατ. στρέμματα γης στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πρόκειται για το 1,7% της γεωργικής έκτασης του πλανήτη, επισημαίνει η γερμανική τράπεζα προσθέτοντας πως οι περισσότεροι από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές κοιτούν κυρίως φτωχές χώρες με προβληματική αλλά ελεγχόμενη διακυβέρνηση, υψηλή απόδοση και καλή προσβασιμότητα.

Αφρική - Βραζιλία

Τα δύο τρίτα της γεωργικής γης που είναι στο στόχαστρο των αγορών βρίσκονται στην Αφρική, κυρίως στην υποσαχάρια, ενώ μεγάλο είναι και το ποσοστό που καλύπτει η Βραζιλία. Οι επενδυτές αυτοί συχνά αντιπροσωπεύουν δημόσια, κρατικά συμφέροντα και προέρχονται από τις αναδυόμενες χώρες, ιδιαίτερα την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία και τη Μαλαισία. Ομως γερμανικά, αμερικανικά και άλλα funds συμμετέχουν επίσης και συχνά μεσολαβούν μεταξύ πωλητών και αγοραστών και καρπώνονται σημαντικές υπεραξίες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ιδιώτες επενδυτές είναι κυρίως από την Αμερική και την Ευρώπη και από χώρες του Περσικού Κόλπου.

Σύμφωνα με την Deutsche Bank (η οποία όπως και πολλές άλλες επενδυτικές τράπεζες έχει περιλάβει τις επενδύσεις σε αγροτικές εκτάσεις στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που προτείνει στους υψηλότατου εισοδηματικού επιπέδου πελάτες της), μεγάλοι αγοραστές παγκοσμίως είναι το αμερικανικό συνταξιοδοτικό ταμείο TIAA-CREF Retirement Equity Fund που έχει αγοράσει 4,2 εκατ. στρέμματα έναντι 1,24 δισ. δολ. στη Βραζιλία, η γερμανική αγροτική επενδυτική εταιρεία Acazis που έχει αποκτήσει 2 εκατ. στρέμματα στην ίδια χώρα και 560 χιλιάδες στρέμματα έναντι 77 εκατ. δολ. στην Αιθιοπία, το κρατικό Abu Dhabi Fund for Development με 300 χιλιάδες στρέμματα στο Σουδάν και η σαουδαραβική Al Amoudi σε περισσότερες από μία χώρες.

Αλλοι παίκτες που σαρώνουν τον πλανήτη για ευκαιρίες είναι οι Brookfield Asset Management, Louis Dreyfus, Mitsui, Hyundai, Black River Asset Management και Sollus Capital. Δεκάδες ακόμα επιχειρήσεις και funds έχουν ανοίξει το εύρος των δραστηριοτήτων τους προς αυτή την κατεύθυνση.

Νέα μοντέλα συνεργασίας αγροτών - επενδυτών

Με δεδομένο το εξαιρετικό κλίμα για πολλές καλλιέργειες της ελληνικής γης και την πολύ μικρή συνεισφορά πλέον του αγροτικού τομέα στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, εκτιμάται ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της παραγωγής και των εξαγωγών είναι σημαντικότατες, ενώ οι τιμές κτήσης ή εκμίσθωσης της γης είναι αρκετά ελκυστικές ώστε να δικαιολογούν το κόστος της αρχικής επένδυσης που απαιτείται.

Σημειώνεται ότι η «γεωργία ακριβείας» προαπαιτεί τεχνολογικό εξοπλισμό σημαντικά ακριβότερο από τον συμβατικό, αφού χρησιμοποιεί δίκτυα αισθητήρων και συστήματα geoimaging και global positioning, ώστε να καθορίζει επακριβώς τις ιδανικές παραμέτρους για την ανάπτυξη της κάθε καλλιέργειας.

Μεγάλες ξένες πολυεθνικές κατασκευής και εμπορίας αγροτικών μηχανημάτων, όπως η αμερικανική John Deere, η οποία είναι πρωτοπόρος στην παραγωγή του σύγχρονου εξοπλισμού που απαιτείται, έχει -σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές- εκπονήσει σχέδιο ανάπτυξης των πωλήσεών της στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη, που ενδέχεται να υποστηριχθεί σύντομα και από δίκτυο συνεργαζόμενων γεωπόνων.

Η «γεωργία ακριβείας» είναι μέθοδος γεωργικής διαχείρισης η οποία έρχεται να αντιμετωπίσει την παραγνωρισμένη «παραλλακτικότητα», δηλαδή τις πολλές διαφορές που έχει το κάθε σημείο ενός αγροτεμαχίου, με στόχο να αυξήσει την παραγωγή, να μειώσει το κόστος της και να περιορίσει τις επιπτώσεις των εισροών στο περιβάλλον, όπως για παράδειγμα από την υπερβολική άρδευση. Η τεχνική της βασίζεται στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών, τη Γεωργική Μηχανική, τις Μετρήσεις στο Πεδίο, τα Συστήματα Εντοπισμού Θέσης (GPS) και την Τηλεπισκόπηση.

Οι επενδύσεις που απαιτούνται στις αναπτυσσόμενες χώρες για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής έως το 2050, σε επίπεδα που να ανταποκρίνονται στην προβλεπόμενη ζήτηση, υπολογίζονται σε 83 δισ. δολάρια ετησίως. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν σε ανάγκη αύξησης κατά περίπου 50% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα των επενδύσεων.

Αμοιβαία ωφέλεια

Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι επιχειρηματικά μοντέλα συνεργασίας μεταξύ μικρών αγροτών και επενδυτών (συμβάσεις καλλιέργειας) μπορεί να είναι αμοιβαίως επωφελή, να ενισχύσουν την παραγωγικότητα της γεωργίας και να αυξήσουν το βιοτικό επίπεδο των αγροτικών πληθυσμών, αναφέρει η Deutsche Bank. Υπάρχουν όμως και μεγάλα ρίσκα που συνοδεύουν τις επενδύσεις αυτές. Οι κύριες προκλήσεις είναι ο σεβασμός των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των τοπικών πληθυσμών, η διατήρηση της περιβαλλοντικής αειφορίας και η αποτροπή της μονόπλευρης ανάπτυξης της γεωργίας. Οι επενδυτές συχνά ανταγωνίζονται για γη με τις τοπικές αγροτικές κοινότητες. Το θέμα αγγίζει ασφαλώς και σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με την ελκυστικότητα της ελληνικής γης.

«Οι επενδύσεις σε γεωργικές εκτάσεις μπορεί να είναι μια win-win στρατηγική μόνο αν μετριαστούν οι κίνδυνοι αυτοί και εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη συναίνεση και στήριξη του τοπικού πληθυσμού», τονίζει η Deutsche Bank. Εκτός από τα οφέλη για τους επενδυτές και τις χώρες-στόχους, οι επενδύσεις σε γεωργικές εκτάσεις μπορεί να αποφέρουν οφέλη και για τις τοπικές κοινότητες αυξάνοντας παράλληλα την παγκόσμια γεωργική παραγωγή.

Οσον αφορά την προέλευση των κεφαλαίων, σημειώνεται πως οι κύριες πηγές κονδυλίων για γεωργικές εκτάσεις -πέραν των κερδοσκοπικών κεφαλαίων- περιλαμβάνουν εύπορες οικογένειες που παραδοσιακά διακρατούν αυξημένη ρευστότητα, γραφεία διαχείρισης πλούτου μεγάλων οικογενειών και κληροδοτήματα, μεταξύ των οποίων και πολιτιστικά ή θρησκευτικά ιδρύματα.

Η Deutsche Bank διακρίνει μια αξιοσημείωτα μεγάλη στροφή συνταξιοδοτικών ταμείων και hedge funds σε αυτή την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων. Τα δεδομένα της Land Matrix προσδιορίζουν τέσσερα είδη επενδυτών: ιδιωτικές επιχειρήσεις, κρατικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, επενδυτικά κεφάλαια και συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.

Οι περισσότεροι από τους επενδυτές είναι ιδιωτικές εταιρείες (έχουν σε εξέλιξη 442 μεγάλα έργα) και έπονται κρατικές ή και δημόσιες επιχειρήσεις (με 172 έργα), τα επενδυτικά κεφάλαια (με 32 έργα) και τα ΣΔΙΤ (12 έργα).




Πηγή:Καθημερινή (ΗΛΙΑΣ Γ. ΜΠΕΛΛΟΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου