Σε διαχρονική αξία στα κηπευτικά υπό κάλυψη αναδεικνύεται για μια ακόμη χρονιά το κολοκυθάκι, κάνοντας ιδανικό ξεκίνημα πριν από λίγες εβδομάδες. Και μπορεί παραδοσιακά να κάλυπτε πάντα μεγάλες υπαίθριες επιφάνειες, ωστόσο πλέον οι παραγωγοί του στρέφονται σε πιο τεχνολογικά προηγμένες μορφές καλλιέργειας.
Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο της εφημερίδας Agrenda, η σύνδεσή του τα τελευταία χρόνια με την υγιεινή και τη μεσογειακή διατροφή έχει αυξήσει σημαντικά την κατανάλωση του τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στη χώρα μας. Βέβαια, την απάντηση στην κάλυψη της ζήτησης όλο το χρόνο δίνουν οι σύγχρονες θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις.
Άλλωστε, ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχολούν τον παραγωγό κολοκυθιού είναι η κατανομή της παραγωγικής περιόδου σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, που μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και τους τέσσερις μήνες. Η καλλιέργεια υπό κάλυψη έρχεται να δώσει τη λύση στην επιμήκυνση του χρόνου συγκομιδής και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε ένα μέρος αυτής αν ταυτίζεται με το διάστημα όπου υπάρχει έλλειψη στην αγορά και οι τιμές είναι υψηλές.
Τι φέρνει η αγορά
Αυτή την εποχή στην αγορά δεν υπάρχουν πλέον υπαίθρια κολοκυθάκια σε καμία περιοχή της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να αναμένεται μια σταδιακή αύξηση των τιμών, σύμφωνα με τον Ανδρέα Μονιά, γεωπόνο της Geoplant. Οι μέχρι στιγμής καιρικές συνθήκες ευνοούν την παραγωγή και οι πρώτες συγκομιδές ξεκίνησαν από τα 80-90 λεπτά το κιλό, σύμφωνα με τον Σπύρο Πεντότη, παραγωγό από την Ηλεία. Η τιμή αυτή είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική για ξεκίνημα, αφού στη συνέχεια σε περιόδους έλλειψης προϊόντος τον χειμώνα, αλλά και στις αρχές της άνοιξης οι τιμές μπορεί να φτάσουν μέχρι και το 1,50 ευρώ το κιλό. Όταν όμως οι τιμές φτάσουν σε τόσο υψηλά επίπεδα, γίνεται συμφέρουσα η εισαγωγή και οι τιμές υποχωρούν ξανά.
Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τους παραγωγούς, πρόκειται για μια καλλιέργεια χαμηλού σχετικά κόστους παραγωγής, αφού 1.000 σπόροι κοστίζουν περίπου 80 ευρώ, ενώ δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε φυτοπροστατευτικές επεμβάσεις.
Στοιχεία της καλλιέργειας
Το κολοκυθάκι καλλιεργούμενο στο ύπαιθρο σπέρνεται επί τόπου Απρίλιο - Μάιο ή μεταφυτεύεται από σπορείο. Όταν πρόκειται για καλλιέργεια σε θερμοκήπιο η σπορά γίνεται σε διαφορετικές περιόδους από τον Σεπτέμβρη μέχρι και τον Δεκέμβρη, ανάλογα με την περιοχή, ώστε να επιτευχθεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά της συγκομιδής στους μήνες όπου το προϊόν έχει την καλύτερη τιμή και αυξημένη ζήτηση.
Οι κυριότερες περιοχές καλλιέργειας στην Ελλάδα είναι η Ηλεία ,η Μεσσηνία, η Κρήτη και η Αττική όπου και καλλιεργείται το μεγαλύτερο μέρος των 45.000 στρεμμάτων, με ετήσια παραγωγή που φτάνει τους 70.000 τόνους. Η μέση απόδοση της υπαίθριας καλλιέργειας βρίσκεται στα 1.200 κιλά το στρέμμα, ενώ η αντίστοιχη απόδοση των καλλιεργειών υπό κάλυψη φτάνει τους 3,5 έως 4 τόνους τουλάχιστον.
Τα κολοκυθάκια συγκομίζονται άγουρα, όταν αποκτήσουν το εμπορεύσιμο μέγεθος. Η συγκομιδή ξεκινάει το αργότερο από αρχές Νοεμβρίου και διαρκεί μέχρι τα μέσα Απριλίου και γίνεται κάθε δύο ή τρεις ημέρες. Οι καρποί πρέπει να συγκομίζονται συχνά και εγκαίρως γιατί αν αφεθούν, μεγαλώνουν και εμποδίζουν το σχηματισμό νέων θηλυκών ανθέων. Το συνηθισμένο μέγεθος κατά τη συγκομιδή είναι 8 έως 15 εκ. ανάλογα τις προτιμήσεις του καταναλωτή. Ο καρπός κόβεται με τμήμα του ποδίσκου γιατί δεν χάνει εύκολα υγρασία από τη σκληρή τομή του μίσχου και έτσι ο καρπός διατηρείται δροσερός και φρέσκος μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου