23 Ιουλ 2012

Ζωτικό χώρο ψάχνουν οι «μικροί» στις αγορές.


Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την ανάπτυξη της γεωργίας αφορά τη δομή της εφοδιαστικής αλυσίδας αγροτικών προϊόντων και τροφίμων και τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων κρίκων, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δικαιότερη κατανομή της προστιθέμενης αξίας.


Οι διακυμάνσεις στις τιμές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων ανέδειξαν τις μεγάλες δυσλειτουργίες που σχετίζονται με την προσβασιμότητα στην αγορά, ένα στοιχείο που για πολλούς αναλυτές τοποθετείται στην καρδιά των τελευταίων προβληματισμών που αφορούν την ασφάλεια των τροφίμων.

Οι αλυσίδες ροής προϊόντων
Το γεγονός πως σε κάποιες χώρες ξέσπασαν εξεγέρσεις-διαδηλώσεις πολιτών με αίτημα την τροφή, ήταν αποκαλυπτικό της μεγάλης αστάθειας των φτωχά οργανωμένων φορέων, κυρίως των μικρών παραγωγών, οι οποίοι δεν αποσπούν κανένα όφελος από τις υψηλότερες τιμές των αγροτικών προϊόντων λόγω της απόστασης του τόπου παραγωγής από τον τόπο κατανάλωσης, την αστική αγορά δηλαδή, και της χαμηλής διαπραγματευτικής τους δύναμης στις σχέσεις τους με τις κυβερνήσεις, τις βιομηχανίες ή τις σύγχρονες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, οι οποίες μάλιστα κρατούν τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους για τον εαυτό τους.

Σε περίοδο κρίσης και αποδυνάμωσης της αγοραστικής δύναμης, τα τοπικά προϊόντα λόγω της τιμής τους δεν αποτελούν ελκυστική επιλογή για τους καταναλωτές. Οι καταναλωτές στρέφονται σε εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία διατίθενται από τους μεγάλους διανομείς επειδή είναι πολύ ανταγωνιστικά, πράγμα όμως που ζημιώνει σε μεγάλο βαθμό τους τοπικούς παραγωγούς. Έτσι, παρόλο που το ελαιόλαδο, το προϊόν-ναυαρχίδα της Μεσογείου, εξάγεται στις χώρες του Μαγκρέμπ (Βόρεια Αφρική), καταναλώνεται ελάχιστα στις τοπικές αγορές. Διατίθεται κατόπιν μείξης διαφόρων τύπων ελαιόλαδων και συχνά πωλείται εκ νέου στη χώρα προέλευσής του, σε τιμές που ωφελούν περισσότερο τους χονδρέμπορους ή τους μεγάλους διανομείς. Στο Μαρόκο, για παράδειγμα, η κατανάλωση εγχώριου ελαιόλαδου, η οποία ανέρχεται στα 2 κιλά ανά άτομο το χρόνο, απέχει πολύ από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της μεσογειακής λεκάνης (με 6 κιλά ανά άτομο το χρόνο στην Τυνησία, 12 στην Ισπανία, 14 στην Ιταλία και 24 στην Ελλάδα). Κι ενώ το Μαρόκο εξαπλασίασε τις εξαγωγές του σε ελαιόλαδο (οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν κορυφαίο πελάτη του), η εγχώρια βιομηχανία επιτραπέζιου ελαιόλαδου συνέχισε να εισάγει κάθε χρόνο 400.000 τόνους φυτικών ελαίων.

Συνεταιριστική λύση
Η απάντηση για εξασφάλιση της συμμετοχής παραγωγών



Η δεσπόζουσα θέση των μεσαζόντων και ο τρόπος που λειτουργεί η διανομή στη σύγχρονη εφοδιαστική αλυσίδα του ελαιολάδου αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της οικονομίας της βόρειας ακτής της Μεσογείου. Η περίπτωση της Ισπανίας, κορυφαίας χώρας στον κόσμο όσον αφορά την παραγωγή και εξαγωγή προϊόντων, είναι ένα παράδειγμα. Με ανεπαρκώς οργανωμένο και ελεγχόμενο σύστημα προμηθειών, οι Ισπανοί αγρότες βλέπουν τα περιθώρια κέρδους τους να καταρρέουν μπροστά στα κέρδη εταιρειών πολύ καλύτερα οργανωμένων και πανίσχυρων διανομέων, τους οποίους κατηγορούν για μονοπώλιο και για χειραγώγηση της τιμής.
Η άνιση κατανομή της αξίας που χαρακτηρίζει τις εφοδιαστικές αλυσίδες τροφίμων της Μεσογείου θέτει ζήτημα ισχύος μεταξύ των διαφόρων παραγόντων της αλυσίδας και, πιο συγκεκριμένα, την αδυναμία του διασκορπισμένου γεωργικού τομέα να επιβάλει τους δικούς του κανόνες του παιχνιδιού αλλάζοντας τον εθνικό και διεθνή ανταγωνισμό.

Αγροτικές οργανώσεις
Δεδομένου του ενθουσιασμού που συνοδεύει όποια προσπάθεια σύστασης μιας οργανωμένης αγροτικής κοινότητας, θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει κατανοητός ο τρόπος που οι συνεταιρισμοί αγροτών στη Μεσόγειο μπορούν να συνδράμουν στην επίλυση προβλημάτων, και ιδιαίτερα στο πρόβλημα των ελλείψεων προϊόντων στην αγορά. Αν οι παραγωγοί υφίστανται μεμονωμένα τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και των συνακόλουθων ανακατατάξεων στις διάφορες περιφέρειες, πώς μπορούν, ή θα μπορούσαν, οι συνεταιρισμοί τους να παίξουν το ρόλο του προμηθευτή σε ένα καλά οργανωμένο σύστημα προμήθειας ποιοτικών μεσογειακών προϊόντων;
Στις σημερινές συζητήσεις που μελετούν τρόπους μείωσης της φτώχειας, γίνεται ολοένα και περισσότερο αποδεκτό ότι τα αυξημένα ποσοστά φτώχειας στην ύπαιθρο οφείλονται κυρίως στο γεγονός πως η οικονομική ανάπτυξη δεν ωφελεί τις τοπικές αλυσίδες αξίας, ούτε ενθαρρύνει τη δημιουργία καλύτερων οικονομικών συνθηκών. Επιπλέον, οι συνεταιρισμοί αγροτών διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη και την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των αγροτικών περιοχών. Αυτοί άλλωστε αποτελούν το βασικό μέσο ένταξης των μικρών παραγωγών στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων. Με τη συλλογική δράση και συντονίζοντας τις λειτουργίες των μικρών παραγωγών οι συνεταιρισμοί μπορούν να μειώσουν τα συναλλακτικά τους κόστη και να τους βοηθήσουν να προσδιορίσουν και να κατανοήσουν τις ανάγκες της αγοράς κι έπειτα να την εφοδιάσουν με προϊόντα στη ζητούμενη ποσότητα και ποιότητα. Παρ’ όλο όμως που η συλλογική δράση αποτελεί έναν τρόπο κάλυψης των ελλείψεων μεμονωμένων παραγόντων-φορέων, η μηδαμινή αξία που κατανέμεται στους προμηθευτές-παραγωγούς αποδεικνύει την απόσταση ανάμεσα στους πρόχειρα οργανωμένους παραγωγούς, οι οποίοι κατέχουν περιορισμένα μέσα δράσης, και τους εμπορικούς κολοσσούς (συχνά πολυεθνικές εταιρείες), οι οποίοι επεκτείνουν συνεχώς το πεδίο του ανταγωνισμού. Αυτή η απόσταση ανάμεσα στους παραγωγούς και τις γιγαντιαίες επιχειρήσεις η οποία ζημιώνει όχι μόνο τους παραγωγούς, δεδομένου ότι τους στερεί τη δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά, αλλά και τους συνεταιρισμούς τους, μπορεί να αναλυθεί εξετάζοντας δύο διαστάσεις. Οι δύο αυτές διαστάσεις στο διάγραμμα των Peppelenbos και Verkuijl (2007) αφορούν:
● Τις λειτουργίες-δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονται οι παραγωγοί (παραγωγή, μεταφορά, μάρκετινγκ). Οι λειτουργίες αυτές εκφράζουν το βαθμό καθετοποίησης της διαδικασίας, κατά πόσο δηλαδή όλες οι δραστηριότητες της παραγωγής (πριν και μετά την παραγωγή) ελέγχονται από τον παραγωγό.
● Τους φορείς που έχουν τον έλεγχο της εφοδιαστικής αλυσίδας. Μια τέτοια πληροφορία διαφωτίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτελούνται οι διάφορες διεργασίες στην εφοδιαστική αλυσίδα και ενημερώνει κατά πόσο αυτές οι συνθήκες ενισχύουν τη θέση των παραγωγών αποδίδοντάς τους λόγο και δύναμη να επηρεάζουν τις αποφάσεις στην αλυσίδα αξίας.


Πλεονεκτήματα

● Ένας συνδυασμός καθετοποίησης (θέτοντας νέες λειτουργίες υπό τον έλεγχο του παραγωγού) και οριζοντιοποίησης (άριστη διαχείριση της αλυσίδας από τον ίδιο τον παραγωγό) θα μεταμόρφωνε τον παραγωγό σε «συνιδιοκτήτη» της αλυσίδας αξίας.

● Με τον ίδιο τρόπο ένας παραγωγός που ασχολείται μόνο με τη βασική λειτουργία της παραγωγής φρούτων και λαχανικών, όταν ασχοληθεί με τη διαδικασία της μεταποίησής τους, θα τοποθετηθεί στην κατηγορία του καθετοποιημένου παραγωγού.

● Όταν όμως ο παραγωγός συνασπιστεί με άλλους παραγωγούς για να πουλήσουν την παραγωγή τους σε επιχειρήσεις μεταποίησης, αρχίζει να ειδικεύεται στον τομέα της παραγωγής, να ενισχύει τη φήμη του (λόγω της εξειδίκευσης) και να γίνεται ένας συνεργάτης παραγωγός.

● Ο παραγωγός εξασφαλίζει την πώληση της παραγωγής του και αποκτά μερική δυνατότητα επιρροής στην αλυσίδα. Ωστόσο εφόσον ο παραγωγός επιλέξει να μην ασχοληθεί με επιπλέον δραστηριότητες, άρα να μην καθετοποιηθεί περαιτέρω, αυτό που θα του δώσει υψηλή κυριαρχία στην εφοδιαστική αλυσίδα είναι η σύσταση και η συμμετοχή σε οργανώσεις παραγωγών, όπως είναι οι συνεταιρισμοί.

● Η συμμετοχή σε τέτοιες οργανώσεις μπορεί να δώσει στους παραγωγούς μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη και να τους επιτρέψει να συμμετάσχουν ενεργά στο σχεδιασμό και τη διαμόρφωση της διαδικασίας παραγωγής ή και των διάφορων μορφών συνεργασίας στην αλυσίδα αξίας (π.χ. διαπραγμάτευση συμφωνιών με εμπορικές επιχειρήσεις, συνεργασίες με ερευνητικά ιδρύματα, ορισμός των προδιαγραφών ποιότητας των προϊόντων, πρόβλεψη ζήτησης και ανάλογη στόχευση της αγοράς, διαχείριση καινοτομιών κ.ά.).

● Οι νέες δυνάμεις που απορρέουν από τη συλλογική δράση και οργάνωση μπορούν να μετατοπίσουν τους παραγωγούς από τη κατηγορία του απλού παραγωγού στην κατηγορία του πραγματικού συνεργάτη.

Η κρατική παρέμβαση

Οι ανισότητες στην κατανομή δύναμης κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας μεγενθύνονται σε περιόδους κρίσης, λόγω των κυβερνητικών πολιτικών. Στην στρατηγικής σημασίας εφοδιαστική αλυσίδα των δημητριακών, για παράδειγμα, όταν οι παγκόσμιες τιμές εκτοξεύτηκαν σε πρωτοφανή επίπεδα στις αρχές του 2011, εν μέρει λόγω των κοινωνικών προβλημάτων που έπλητταν, και πλήττουν, τις χώρες της νότιας Μεσογείου, συνέβη το εξής: Το Διεπαγγελματικό Γραφείο Σιτηρών της Αλγερίας ανακοίνωσε στις αρχές Μαΐου του 2011 αυξημένες εισαγωγές κριθαριού, της τάξης των 50.000 τόνων, αφήνοντας έτσι τους απογοητευμένους Αλγερινούς αγρότες της να έχουν την εθνική παραγωγή στις αποθήκες.
Παρά τον φόρο-δασμό που επιβάλλεται στο εισαγόμενο σκληρό σιτάρι, οι βιομηχανίες τροφίμων στην Αλγερία εξακολουθούν να εφοδιάζονται τις πρώτες ύλες τους από τις διεθνείς αγορές, περιφρονώντας την ντόπια παραγωγή και μη επενδύοντας σε εθνικά αποθέματα σκληρού σίτου. Η κατάσταση αυτή ενισχύθηκε από τις υποψίες των παραγωγών για αναστολή της επιβολής αυτού του φόρου επ’ αόριστον υποβιβάζοντας την ποιότητα της τοπικής παραγωγής σιταριού ως ακατάλληλη για τις ανάγκες της βιομηχανίας. Κι ενώ όλη αυτή η κατάσταση αποτελεί εκδήλωση της έντασης γύρω από ένα βασικό προϊόν μεγίστης σημασίας, οι βιομηχανίες, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την προτίμησή τους στους ξένους προμηθευτές, κάνουν λόγο για πιθανές ελλείψεις σε απόθεμα σίτου και γι’ αυτό καταφεύγουν στην αγορά του προϊόντος από το εξωτερικό.
Άραγε να ήταν αυτή η αιτία που το 2010 η Ένωση του Αραβικού Μαγκρέμπ εφάρμοσε για την περίοδο 2011-2020 ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των αγροτικών επαγγελματικών συνεταιρισμών; Όλα αυτά τα παραδείγματα αναδεικνύουν τις δυσκολίες πρόσβασης στις αγορές, τις οποίες αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των εισοδημάτων αλλά και την αποθάρρυνσή τους να καλλιεργήσουν.
Σε πολλές χώρες της Μεσογείου οι παραγωγοί, έχοντας περιορισμένους τρόπους δράσης, αγωνίζονται να οργανωθούν και να θέσουν τους κανόνες τους σε ένα παιχνίδι (της εφοδιαστικής αλυσίδας) που ουσιαστικά είναι δικό τους. Σε αντίθεση με τη Μεσόγειο όμως, με πολύ καλά αποτελέσματα έχουν δράσει πρόσφατα οι οργανώσεις παραγωγών στο Νότο, πράγμα που υπογραμμίζει τη σημασία των οργανώσεων αυτών για την οικονομική και εμπορική ολοκλήρωση των παραγωγών. Όταν οι συνεταιρισμοί δομούνται με βάση μία μόνο συγκεκριμένη εφοδιαστική αλυσίδα ή μία μόνο συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα, μπορούν να ενισχύσουν τη συνοχή τους διότι τα μέλη τους έχουν κοινά ενδιαφέροντα.

Η έννοια του τερουάρ στα μεσογειακά τρόφιμα
Η σύνδεση του προϊόντος με την τοποθεσία φέρνει κέρδος
Με την απελευθέρωση των αγορών και τη συνακόλουθη αύξηση του ανταγωνισμού, οι μικροί παραγωγοί της Μεσογείου δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς που πλέον απαιτούνται για να κατακτήσει κανείς την εγχώρια ή τις ξένες αγορές, ούτε ακόμα να αντιδράσουν απέναντι στην παγκόσμια προσφορά προϊόντων, η οποία τώρα έχει άμεσο αντίκτυπο στις τοπικές τους οικονομίες. Προς την υποβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας των αγρών οδηγούν και άλλοι παράγοντες πέρα του ανταγωνισμού, όπως η πίεση από τη μείωση των αποθεμάτων νερού και την υποβάθμιση του εδάφους που οδηγεί σε μεγάλες αποκλίσεις στην αγροτική παραγωγή.
Η τοπογραφία της Μεσογείου δικαιολογεί εν μέρει το περιορισμένης εμβέλειας δυναμικό των γεωργικών της εκμεταλλεύσεων, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανισοκατανομή και σημαντική διασπορά των καλλιεργήσιμων γαιών.
Σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της τοπικής κοινωνίας με στόχο την αξιοποίηση της ποιότητας των προϊόντων και των εδαφών στα οποίο καλλιεργούνται (terroir ή τερουάρ), αλλά και την προσαρμογή σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι παραγωγοί οφείλουν να υιοθετήσουν στρατηγικές διαφοροποίησης της ποιότητας των προϊόντων τους. Αυτές οι στρατηγικές υλοποιούνται εφόσον τα προϊόντα κατέχουν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλα της ίδιας κατηγορίας. Το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα προσφέρει μοναδικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν μπορούν εύκολα να αντιγραφούν από άλλους παραγωγούς ενσωματώνοντάς τα στα προϊόντα τους, ενώ πηγάζει από τα χαρακτηριστικά του εδάφους στο οποίο καλλιεργούνται τα προϊόντα αλλά και την τεχνογνωσία με τους ιδιαίτερους τρόπους καλλιέργειας των παραγωγών. Η ενασχόληση με την έννοια του terroir (τη γνώση δηλαδή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός τόπου και τη συνακόλουθη επίδρασή τους στα προϊόντα που καλλιεργούνται σε αυτό, σε συνδυασμό πάντα με την ανθρώπινη παρέμβαση και το πλήθος διαφορετικών τεχνικών καλλιέργειας και παραγωγής) μπορεί να υιοθετηθεί από επιχειρήσεις-φορείς που επιθυμούν να ωφεληθούν από αυτές τις «πηγές» και «δεξιότητες». Η επένδυση άλλωστε στην παραγωγή προϊόντων με βάση το terroir δημιουργεί όφελος στην παραγωγό επιχείρηση αφού δημιουργούνται εμπόδια εισόδου για τις μη «εξοπλισμένες» επιχειρήσεις στη συγκεκριμένη αγορά, και συνακόλουθα αποκτάται μεγαλύτερη επιρροή στα περιθώρια κέρδους των προϊόντων, ενώ αναδύεται η πιθανότητα κυριαρχίας στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Στο Βορρά, και ιδιαίτερα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι συνεταιρισμοί παραγωγών συνιστούν κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία τοπικών εφοδιαστικών αλυσίδων. Σε κατηγορίες προϊόντων, όπως είναι τα φρούτα και τα λαχανικά, οι συνεταιρισμοί έχουν συνεισφέρει πολλά στην οργάνωση του κλάδου με τη συγκέντρωση αποθεμάτων και τη βελτίωση των τεχνικών παραγωγής και μάρκετινγκ.
Πολλές μελέτες έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια, με αντικείμενο την ανάλυση των δυνατοτήτων της Μεσογείου στην παραγωγή ποιοτικών παραδοσιακών προϊόντων, τα οποία θα υλοποιούν την ιδέα παραγωγής διαφοροποιημένων προϊόντων με βάση τον τόπο και το terroir, ή την υγεία.
Η πλειοψηφία αυτών των μελετών εστιάζοντας σε καλλιέργειες πιο εξειδικευμένες, οι οποίες δημιουργούν ένα χαρτοφυλάκιο τοπικών προϊόντων, προβλέπει πως αυτές οι καλλιέργειες είναι αρκετά σημαντικές και μπορούν να καλλιεργήσουν τον ανταγωνισμό ούτως ώστε να αναζωογονηθούν οι αλυσίδες των τοπικών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, αλλά και να αναπτυχθεί μια σταθερή τοπική ανάπτυξη.
Αυτή η προσέγγιση συνεπάγεται ένα σύστημα ελέγχου της παραγωγής με απαραίτητη την προϋπόθεση πως, όποια μορφή διαχείρισης προμηθειών υιοθετηθεί, θα υποστηρίζει μορφές συνεργασίας που απορρέουν από τα ειδικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, τις απαιτήσεις της αγοράς και τους περιορισμούς στον κάθε τομέα προϊόντων. Αυτή η μορφή ειδίκευσης σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας προσφέρει στους τοπικούς παραγωγούς σημαντικές ευκαιρίες για την οργάνωση, την καινοτομία και την καλλιέργεια εταιρικών σχέσεων με στόχο την παραγωγή μιας οργανωμένης αλυσίδας προμηθειών προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες και στην ποιότητα που συνεπάγεται το terroir. Κι αυτό πραγματοποιείται βοηθώντας τους παραγωγούς με την αναγραφή της ποιότητας στη συσκευασία αλλά και τις διαδικασίες πιστοποίησης.

Το παράδειγμα της τυνησίας

Οι  οινοποιητικοί συνεταιρισμοί στην Τυνησία αποτελούν ένα χειροπιαστό παράδειγμα του δυναμισμού των οργανώσεων εκεί, καθώς κατέχουν τη δυνατότητα παραγωγής και διάθεσης κρασιών υψηλής ποιότητας αλλά και τη δυνατότητα πρόσβασης σε έντονα ανταγωνιστικές αγορές. Ο κάθε συνεταιρισμός έχοντας υπό τον έλεγχό του όλες τις δραστηριότητες, από την παραγωγή ως το μάρκετινγκ, ακόμα και τις εξαγωγές, συμβάλλει σύμφωνα με το Γενικό Διευθυντή της Κεντρικής Ένωσης οινοποιητικών συνεταιρισμών (UCCV) «ενεργά στην εκπαίδευση των οινοπαραγωγών της για τον εκσυγχρονισμό των αμπελώνων, στον εφοδιασμό τους με φυτά και φυτοϋγειονομικά προϊόντα, στη βελτίωση της ποιότητας και των αποδόσεων, στη διαχείριση της διανομής και στην πώληση της παραγωγής των μελών τόσο στην Τυνησία όσο και σε εξαγωγικές αγορές, στον προσανατολισμό των μελών του σε θέματα πολιτικών αγροτικής ανάπτυξης, στην υιοθέτηση τεχνικού ελέγχου από τις επιχειρήσεις που συνδέονται με το συνεταιρισμό και, κυρίως, στην εκ των προτέρων χρηματοδότηση της συγκομιδής και των αμπελιών. Τελικά, ο συνεταιρισμός προσφέροντας στα μέλη του υπηρεσίες υψηλής ποιότητας για τη διαδικασία της παραγωγής δημιουργεί ένα μοντέλο, η οικονομική επιτυχία του οποίου προέρχεσαι από την καλή συνεργασία κατά μήκος της αλυσίδας ανάμεσα στους οινοπαραγωγούς και τους διανομείς, ενώ έπειτα ο συνεταιρισμός με τη σειρά του διαχειρίζεται τα αποθέματα κρασιού, τα οποία συμμορφώνονται στα ήδη διαμορφωμένα κριτήρια ποιότητας, ποσότητας και διανομής.

Της
Hiba El Dahr

Συνεργάτη-Ερευνήτριας του Διεθνούς Κέντρου Ανώτερων Μεσογειακών
Αγρονομικών Σπουδών (CIHEAM)

Πηγή:www.agronews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου