Την ανάληψη πολιτικής πρωτοβουλίας για την προετοιμασία και την εφαρμογή ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών, μακροπρόθεσμου και αναπτυξιακού χαρακτήρα, κρίνει αναγκαία ο Γενικός Διευθυντής της ΠΑΣΕΓΕΣ, κ. Γιάννης Τσιφόρος. Στα πλαίσια αυτά θεωρεί σκόπιμη τη διοργάνωση ενός ανοικτού συνεδρίου για τις κλιματικές αλλαγές, αν είναι δυνατό πριν από την επόμενη διεθνή διάσκεψη για το κλίμα, στην Κοπεγχάγη τον Δεκέμβριο του 2009. Τα παραπάνω περιέχονται σε άρθρο του κ. Γιάννη Τσιφόρου, που δημοσιεύτηκε σε κείμενο διαβούλευσης του ΙΣΤΑΜΕ, τον Μάρτιο του 2009. Αναλυτικότερα, το πλήρες άρθρο του Γενικού Διευθυντής της ΠΑΣΕΓΕΣ έχει ως εξής:
1. Εξελίξεις, προβλέψεις
Οι κλιματικές αλλαγές, εξαιτίας του εύρους των συνεπειών τους, αποτελούν το πλέον κρίσιμο περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος πολιτισμός. Πρόκειται να αλλάξουν σε βάθος το πλαίσιο διαμόρφωσης των πολιτικών, μια και προκαλούν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις με την άνοδο της θερμοκρασίας της γης, αλλά και με την αύξηση της συχνότητας και της σφοδρότητας ακραίων καιρικών συνθηκών (καταιγίδες, πλημμύρες, καύσωνες, ξηρασία) πολλές από τις οποίες τις αντιμετωπίζουμε ήδη και θα τις αντιμετωπίσουμε εντονότερα στο μέλλον.
Η συνεχής αύξηση της συγκέντρωσης των "αερίων του θερμοκηπίου" (διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, πρωτοξείδιο του αζώτου κ.α.) προερχόμενη κυρίως από ανθρωπογενείς δραστηριότητες - ιδιαίτερα από τα ορυκτά καύσιμα και την καταστροφή των δασών, αποτελεί τη βασική αιτία της ανόδου της θερμοκρασίας της γης, όπως διαπιστώνεται από το εκτεταμένο λιώσιμο των πάγων και του χιονιού και από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Στο διάστημα από το 1970 έως το 2004, σύμφωνα με εκτιμήσεις του διεθνούς σώματος που είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση επιστημονικών στοιχείων σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές, της Διακυβερνητικής Επιτροπής για τις Κλιματικές Αλλαγές (Intergovernmental Panel on Climate Change-IPCC) η συγκέντρωση των αερίων του θερμοκηπίου σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκε κατά 70% περίπου, συνδεόμενη κυρίως με τους τομείς της παραγωγής ενέργειας (25,9%), με τη βιομηχανία (19,4%), με τις καταστροφές των δασών (17,4%), με τη γεωργία (13,5%), με τις μεταφορές (13,1%). Πρόσφατη εξάλλου έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Μετεωρολογίας, αναφέρει ότι το επίπεδο της συγκέντρωσης των αερίων του θερμοκηπίου το 2007 - ήδη αυξημένο κατά 24,2% σε σχέση με εκείνο του 1990, σημείωσε και νέα άνοδο (1,06%) ξεπερνώντας κάθε προηγούμενη επίδοση.
Ειδικοί επιστήμονες τονίζουν ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για να μην αυξηθεί η θερμοκρασία της γης περισσότερο από 2ο C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, όριο κρίσιμο, πέραν του οποίου είναι πιθανό οι κλιματικές αλλαγές να καταστούν μη αναστρέψιμες, ενώ υπογραμμίζουν την ανάγκη να σταθεροποιηθούν οι παγκόσμιες εκπομπές το αργότερο ως το 2020, για να μειωθούν μετά, ως το 2050, στο μισό τουλάχιστο του επιπέδου στο οποίο βρίσκονταν το 1990.
Στα συμπεράσματα πάντως της τελευταίας έκθεσης αξιολόγησης της Διακυβερνητικής Επιτροπής προβλέπεται ότι χωρίς πρόσθετα μέτρα η θερμοκρασία μπορεί να αυξηθεί από 1,1-6,4ο C στο τέλος του αιώνα, με πιθανότερο σενάριο ανόδου μεταξύ 1,8-4ο C (περίπου μέση αύξηση θερμοκρασίας κατά 0,2ο C ανά δεκαετία). Ως περισσότερο ευάλωτες περιοχές θεωρούνται η Αφρική, τα μεγάλα δέλτα των ποταμών της Αφρικής και της Ασίας και τα μικρά νησιά της Καραϊβικής και του Ειρηνικού.
Συνοπτικά, προβλέπεται ότι το 2050 στις βόρειες και σε ορισμένες υγρές τροπικές περιοχές της γης, η μέση ετήσια απορροή των υδάτων των ποταμών θα αυξηθεί, επιτείνοντας τις πλημμύρες, ενώ σε ορισμένες ξηρές, υποτροπικές περιοχές αναμένεται να μειωθεί, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η έκταση των περιοχών που απειλούνται από την ξηρασία. Σημαντικές μεταβολές θα υποστεί η προσαρμοστικότητα, η σύνθεση και η λειτουργία των φυσικών οικοσυστημάτων, στην περίπτωση που η μέση θερμοκρασία - σε σχέση με εκείνη της περιόδου 1980-1999, αυξηθεί από 1,5-2,5ο C, με συνέπεια περίπου το 20-30% των φυτικών και ζωικών ειδών της γης να αντιμετωπίσουν αυξημένο κίνδυνο εξαφάνισης. Αρνητικά θα επηρεαστεί η παραγωγικότητα των γεωργικών καλλιεργειών στις νότιες περιοχές, με αποτέλεσμα την αύξηση του κινδύνου της ανεπάρκειας σε τρόφιμα. Εκατομμύρια άνθρωποι που κατοικούν στις παράκτιες περιοχές της γης θα τεθούν σε κίνδυνο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και από τις πλημμύρες που θα ακολουθήσουν, δεχόμενοι παράλληλα αρνητικές επιπτώσεις και από άλλα δυσμενή καιρικά φαινόμενα (τροπικοί κυκλώνες). Αρνητικά επίσης θα επηρεαστεί το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο πολλών περιοχών, αλλά και η υγεία του ανθρώπινου πληθυσμού, κυρίως στις φτωχότερες περιοχές, που δεν διαθέτουν τα μέσα και τους πόρους για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες.
Στην Ευρώπη, όπου η θερμοκρασία αυξάνεται ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο, η μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου προέρχεται από τον τομέα της ενέργειας, μια και στην ΕΕ το 80% της κατανάλωσής της προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι προβλέψεις ως προς τις επιπτώσεις διαφοροποιούνται, ανάλογα με τις κλιματικές ζώνες. Οι ορεινές αλπικές περιοχές παραμένουν τρωτές, εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας πάνω από το μέσο όρο, ενώ πρόσθετες συνέπειες αναμένονται από τη μείωση της κάλυψης με χιόνια και την υποχώρηση των πάγων, με αποτέλεσμα τη διατάραξη του υδρολογικού κύκλου στις λεκάνες απορροής των ποταμών. Στις ζώνες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης εκτιμάται ότι θα αυξηθούν οι βροχοπτώσεις, γεγονός που θα εντείνει τον κίνδυνο πλημμυρών, ενώ οι ανατολικές και μεσογειακές περιφέρειες θεωρούνται ως οι πλέον ευάλωτες, εξαιτίας του εύρους των αρνητικών επιπτώσεων που αναμένονται, καθώς και λόγω της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης των περιοχών.
Στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ειδικότερα, ορισμένες εκτιμήσεις, προβλέπουν το 2050 μείωση της ετήσιας απορροής υδάτων, από 20-30% και σημαντικό περιορισμό στα υδατικά αποθέματα. Στις περιοχές αυτές, με την αύξηση της θερμοκρασίας και τη μείωση της βροχόπτωσης τους καλοκαιρινούς μήνες, αναμένεται να ενταθεί η συχνότητα σε καύσωνες και να διευρυνθούν οι περίοδοι μακράς ξηρασίας, φαινόμενα που θα επιδράσουν αρνητικά στο θερινό τουρισμό, αυξάνοντας τους κίνδυνους του πληθυσμού από τους καύσωνες και τις πυρκαγιές. Σημαντικές εξάλλου επιπτώσεις θα υποστεί και ο αγροτικός τομέας των περιοχών αυτών, με την αναμενόμενη μείωση της απόδοσης των καλλιεργειών από τους καύσωνες και την ξηρασία και με την πτώση του αγροτικού εισοδήματος, ενώ θα υπάρξει όλο και μεγαλύτερη έλλειψη νερού και μάλιστα σε αυτές τις περιοχές, όπου αναμένεται σημαντική αύξηση της ζήτησης νερού για άρδευση.
Στην Ελλάδα, ο τομέας της ενέργειας αποτελεί την κύρια πηγή εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου (60,5% το 2006) και ακολουθούν ο τομέας των μεταφορών (18,1%), η βιομηχανία (9,8%), η γεωργία (8,7%) και τα απορρίμματα (2,7%). Το 2006 οι εκπομπές βρίσκονται αυξημένες κατά 24% σε σχέση με το έτος βάσης (1990), απέχοντας ελάχιστα από το όριο αύξησης που αναλογεί σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Κιότο (25%).
2. Στόχοι, προσεγγίσεις
Για την αντιμετώπιση των συνεπειών από τις κλιματικές αλλαγές έχουν τεθεί φιλόδοξοι στόχοι. Η ΕΕ ήδη εφαρμόζει πρόγραμμα με στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 8% έως το 2012 σε σχέση με εκείνες του 1990, δέσμευση που απορρέει από το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Κιότο και αφορά στην ΕΕ-15. Πρόσφατα εξάλλου έχει υιοθετηθεί δέσμη μέτρων που περιλαμβάνει, μέχρι το 2020 για την ΕΕ-27, μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστο κατά 20% σε σχέση με το επίπεδο του 1990, αύξηση του ποσοστού χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολική, ηλιακή, βιομάζα κλπ) σε 20% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης (από 8,5% περίπου που είναι σήμερα) και περιορισμό της ενεργειακής κατανάλωσης κατά 20% του προβλεπόμενου επιπέδου το 2020, με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης.
Η επίτευξη των στόχων αυτών θα κριθεί στην πορεία, αλλά τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με πρόσφατη αξιολόγηση φαίνεται ότι θα επιτευχθεί ο στόχος του 2012, μια και προβλέπεται η μείωση των εκπομπών στην ΕΕ-15 να φθάσει το 11,3% περίπου, υπερκαλύπτοντας το όριο του 8% σε σχέση με το 1990. Ωστόσο, το συνολικό αυτό αποτέλεσμα θα προέλθει από τη μεγαλύτερη συμβολή στη μείωση ορισμένων κρατών μελών, έναντι άλλων που θα υπολείπονται σημαντικά του στόχου, ενώ προϋποθέτει την πλήρη εφαρμογή και πρόσθετων πολιτικών και μέτρων.
Από την άλλη πλευρά, με τα μέτρα που εφαρμόζονται μέχρι σήμερα στην ΕΕ-27, προβλέπεται ότι στο διάστημα 2006-2010 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα αυξηθούν κατά 1% περίπου. Στην περίπτωση βέβαια λήψης πρόσθετων μέτρων οι εκπομπές θα περιορίζονται συνεχώς, αλλά και πάλι ο στόχος της μείωσης τους κατά 20% το 2020 δεν φαίνεται εφικτός. Προβληματισμός εξάλλου έχει εκφραστεί ως προς την επίτευξη των υπόλοιπων στόχων του πακέτου των προτάσεων ενέργειας-κλίματος. Ενδεικτικά, η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο το μερίδιο των βιοκαυσίμων στο σύνολο της κατανάλωσης καυσίμων και ενέργειας έως το 2020 να φτάσει στο 10%, όμως η πρόσφατη κρίση στον τομέα δημητριακών και η επακόλουθη διατάραξη της ισορροπίας της διατροφικής αλυσίδας, θέτει σε αμφισβήτηση την βιωσιμότητα μιας τέτοιας πολιτικής επιλογής. Εξάλλου, η παραγωγή βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς απαιτεί μεγάλου ύψους επενδυτικά κεφάλαια και θα χρειαστεί σημαντικό διάστημα για να κριθεί η βιωσιμότητα των επενδύσεων αυτών.
Μέχρι σήμερα έχει δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στην πολιτική μετριασμού των εκπομπών, με μια διαδικασία εκ των άνω προς τα κάτω, βασιζόμενη κυρίως στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ρύπανσης. Το σύστημα ωστόσο αυτό υπονομεύτηκε από τις περισσότερες κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΕ μια και για να αποφύγουν τις έντονες πιέσεις των ενεργοβόρων βιομηχανιών τους διένειμαν, μέσω των Εθνικών Σχεδίων Κατανομής, δωρεάν δικαιώματα άνθρακα, προκειμένου οι τελευταίες να αποφύγουν το κόστος επενδύσεων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας. Ο μηχανισμός αυτός βρίσκεται ήδη στη δεύτερη φάση του (2008-2012) προβλέποντας σταδιακό περιορισμό στη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων, με επιδίωξη από το 2013 και έπειτα να καταστεί υποχρεωτική η αγορά του 100% των εκπομπών ρύπων, ειδικά στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Το διάστημα ωστόσο που απομένει είναι κρίσιμο και επιδρά αρνητικά στο πεδίο των διαπραγματεύσεων, γεγονός που διαπιστώθηκε και στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, το Δεκέμβριο του 2008, όπου με αφορμή την χρηματοπιστωτική κρίση, ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ εξέφρασαν έντονες επιφυλάξεις για την επιβάρυνση των βιομηχανιών τους από το πακέτο των προτάσεων για την ενέργεια και το κλίμα, με αποτέλεσμα να υιοθετηθούν στον τελικό συμβιβασμό σημαντικές αποκλίσεις, που υποβάθμισαν την αρχική επιδίωξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό της υποχρεωτικής αγοράς δικαιωμάτων στην ΕΕ-27 (το 2013) μειώθηκε στο 90%, περιοριζόμενο μάλιστα στο 70% στα νέα κράτη μέλη (Ανατ. Ευρώπη).
Οι αποφάσεις αυτές προσδιορίζουν μια πολιτική προσέγγιση, περισσότερο προσηλωμένη στην εξοικονόμηση πόρων και στη διατήρηση ισορροπιών και λιγότερο στην ανάγκη προστασίας του πληθυσμού και την αποτροπή μελλοντικών κινδύνων. Πρόκειται για μια εξαιρετικά συντηρητική προσέγγιση του ζητήματος, με την οποία επιχειρείται να περιοριστούν, ή να μετατοπιστούν επείγουσες ανάγκες επενδύσεων και πρόσθετα μέτρα, ικανά να οδηγήσουν με επιτυχία στον μετριασμό των εκπομπών. Έγκυροι εξάλλου αναλυτές επισημαίνουν ότι το κόστος των μέτρων, σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ μικρότερο από το κόστος των καταστροφών που θα επιφέρει η κλιματική αλλαγή, χωρίς μάλιστα να εκτιμηθούν πρόσθετα, μακροπρόθεσμα, οφέλη (μικρότερη ατμοσφαιρική ρύπανση, ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με καινοτομίες κ.α.).
Έχει αναγνωριστεί ότι ο μετριασμός των εκπομπών θα βασιστεί, κυρίως, στην προώθηση ενός ευρύτατου πεδίου ανάπτυξης και εφαρμογής τεχνολογιών με χαμηλές ή μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Η αύξηση των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών και η ενίσχυση της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη τεχνολογιών φιλικών προς το κλίμα και το περιβάλλον, σε ένα ευρύ πεδίο τομέων και υπηρεσιών (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κτίρια, μεταφορές, κ.α.) αποτελεί κρίσιμη στρατηγική επιλογή για τον μετριασμό των εκπομπών. Η ευρύτερη δυνατή χρήση τέτοιων τεχνολογιών σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική, η ηλιακή, η υδραυλική, η βιομάζα, η γεωθερμία, η χρήση υδρογόνου και κυψελών καυσίμου, συμβάλλουν στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, αλλά και στην ανάπτυξη νέων οικονομικών τομέων, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, προβλέπει ότι το 2030 θα δημιουργηθούν 20 εκατ. νέες θέσεις εργασίας στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, περισσότερες δηλαδή από όσες καλύπτει σήμερα ο τομέας των ορυκτών καυσίμων. Εξαιρετικές προοπτικές παρουσιάζει ο τομέας του περιορισμού των ενεργειακών αναγκών στα κτίρια, τα οποία στην ΕΕ απορροφούν το 40-45% της συνολικά διατιθέμενης ενέργειας. Τα κτίρια, σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά της Διακυβερνητικής Επιτροπής, είναι ο κυριότερος τομέας εφαρμογής μέτρων ενεργειακής βελτίωσης, έχοντας τη δυνατότητα συμβολής στη μείωση των εκπομπών κατά 29% μέχρι το 2020. Έρευνα εξάλλου του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας επισημαίνει ότι ο τομέας της κατασκευής των λεγόμενων "πράσινων" κτιρίων, μαζί με τις ανακαινίσεις, μπορεί να δημιουργήσει στην ΕΕ, τουλάχιστο 3,5 εκατ. νέες θέσεις εργασίας μέχρι το 2030. Οι μεταφορές αποτελούν τομέα στον οποίο υπάρχουν τεράστιες ανεκμετάλλευτες δυνατότητες βελτίωσης ενεργειακής απόδοσης, με τη συμβολή της αυτοκινητοβιομηχανίας και της βιομηχανίας καυσίμων, ενώ εκτιμάται ότι η αγορά περιβαλλοντικών προϊόντων και υπηρεσιών, που βρίσκεται σήμερα στο επίπεδο του 1,37 δις δολαρίων, μέχρι το 2020 θα έχει διπλασιαστεί.
Η ολοκληρωμένη ωστόσο προσέγγιση στην αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών οφείλει κυρίως να βασιστεί σε πολιτικές και μέτρα προσαρμογής, που αποσκοπούν τόσο στον περιορισμό των κινδύνων και ζημιών που οφείλονται στις σημερινές και μελλοντικές συνέπειες, όσο και στην αξιοποίηση ωφελειών που προκύπτουν από νέες δραστηριότητες. Οι πολιτικές προσαρμογής σχεδιάζονται εκ των κάτω προς τα άνω, διατρέχουν επιμέρους τομείς (ενέργεια, υγεία, διαχείριση υδατικών πόρων, γεωργία, αλιεία, τουρισμός, μεταφορές) και διασυνοριακές περιοχές (λεκάνες απορροής ποταμών), αναφέρονται σε τοπικό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και έχουν ως στόχο να προστατέψουν ανθρώπους, παραγωγικές δραστηριότητες, χερσαία και υδάτινα οικοσυστήματα, θωρακίζοντας την τρωτότητα των περιοχών με την ενσωμάτωση μελλοντικών κινδύνων.
Πολλές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι χωρίς μέτρα προσαρμογής το κόστος των ζημιών θα είναι πολλαπλάσιο. Ενδεικτική είναι πρόσφατη αναφορά του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, σύμφωνα με την οποία οι ζημιές από τις πλημμύρες των ποταμών στην Κεντρική Ευρώπη, από 17,2 δις € που στοίχησαν το 2002, προβλέπεται να φτάσουν σε 100-120 δις € στο τέλος του αιώνα. Ο συντονισμός ωστόσο της ανάπτυξης στρατηγικών προσαρμογής στην ΕΕ βρίσκεται στο επίπεδο της διαβούλευσης, ενώ δεν έχει ακόμα συζητηθεί πως και πότε θα ενταχθούν οι πολιτικές προσαρμογής στα χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΕ (Ταμείο Συνοχής, Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Αλιείας, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο). Το ζήτημα περιορίζεται κυρίως στο επίπεδο του εθνικού σχεδιασμού, με επτά κράτη μέλη μόνο να έχουν εγκρίνει σχέδια πολιτικών προσαρμογής (Αγγλία, Γαλλία, Δανία, Ισπανία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Φινλανδία).
Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση των επιπτώσεων των κλιματικών αλλαγών εκτός από θεαματικές διακηρύξεις χρειάζεται ολοκληρωμένη προσέγγιση και ευρύ φάσμα πολιτικών, τόσο στο επίπεδο του μετριασμού των εκπομπών, όσο κυρίως στο επίπεδο της προσαρμογής, με στόχο τον περιορισμό των κινδύνων και των ζημιών που οφείλονται στις σημερινές και κυρίως στις μελλοντικές συνέπειες.
Με αυτή την έννοια προτεραιότητα αποκτά ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη πρόσθετων πολιτικών προσαρμογής, οι οποίες μπορούν να περιορίσουν την τρωτότητα των περιοχών και των επιμέρους τομέων, με στόχο να θωρακίσουν τις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες, με την ενσωμάτωση μελλοντικών κινδύνων από τις κλιματικές αλλαγές, αλλά και με την ενίσχυση της προσαρμοστικότητάς τους, ώστε να αντιμετωπίζουν υφιστάμενους, αλλά και μελλοντικούς κινδύνους. Οι πολιτικές προσαρμογής, κινητοποιούν πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, αναφέρονται σε τοπικό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, συνδέονται με μακροπρόθεσμους αναπτυξιακούς στόχους, λαμβάνουν υπόψη την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική διάσταση του θέματος, αποδίδοντας προτεραιότητα σε νέες παραγωγικές δραστηριότητες και προϊόντα, με στόχο την αξιοποίηση των ευκαιριών που προσφέρει η πράσινη οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμες επιλογές αποτελούν η υιοθέτηση αποκεντρωμένου μοντέλου διαχείρισης, η παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους, ώστε να αποφευχθεί η οικειοποίηση δραστηριοτήτων από μεμονωμένες ομάδες συμφερόντων, (αποφυγή του λεγόμενου "πράσινου καπιταλισμού"), η εκπλήρωση παιδευτικού ρόλου με την ενημέρωση των πολιτών σε θέματα "συμφιλίωσης" με το περιβάλλον, η στήριξη στοχευμένης έρευνας σε κοινοτικό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και η διατομεακή εφαρμογή με το συντονισμό αλληλένδετων δράσεων και μέτρων. Πρόκειται για μια προοδευτική προσέγγιση με προοπτική μέλλοντος, που προϋποθέτει την ανάληψη μείζονος πολιτικής πρωτοβουλίας για την αναπροσαρμογή και το συντονισμό ενός ευρύτατου συνόλου επιμέρους πολιτικών.
3. Προτεραιότητες πολιτικής
Είναι σαφές ότι απαιτείται άμεσα αποτελεσματική ευρωπαϊκή προσέγγιση - και όχι μόνο, για να εξασφαλιστεί ο κατάλληλος συντονισμός και η αποτελεσματικότητα των μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων από τις κλιματικές αλλαγές, με το σχεδιασμό ολοκληρωμένων πολιτικών και την εφαρμογή μέτρων προσαρμογής αναπτυξιακού χαρακτήρα, παράλληλα και συμπληρωματικά με στοχευμένα μέτρα μετριασμού των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου. Η απάντηση της ΕΕ στην πρόκληση αυτή, δεν βρίσκεται στην εξοικονόμηση των πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού, αλλά στην ανάγκη αύξησης των ιδίων πόρων της, που παραμένουν από το 2005, παρά τη διεύρυνση με 12 νέα κράτη μέλη, καθηλωμένοι στο 1% του ΑΕΠ. Τονίζεται ότι η ανάπτυξη και η υλοποίηση πολιτικών προσαρμογής δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει οριζόντια εφαρμογή, παραγνωρίζοντας την προτεραιότητα και τις ανάγκες που απαιτούν οι περιφέρειες με αυξημένη τρωτότητα. Έχει ήδη αναγνωριστεί - και οφείλεται να διατυπωθεί ρητά, ότι οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αποτελούν τις πλέον ευάλωτες περιοχές.
Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται αναγκαία η ανάληψη πολιτικής πρωτοβουλίας για την προετοιμασία και την εφαρμογή ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών, μακροπρόθεσμου και αναπτυξιακού χαρακτήρα, σύμφωνα και με τις πολιτικές προτεραιότητες που αναπτύχθηκαν προηγούμενα. Το σχέδιο αυτό, το οποίο στην ουσία αποβλέπει στην προσαρμογή πολιτικών επιλογών σε όλα τα επίπεδα (εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, χωροταξικός σχεδιασμός, πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, αλιείας, εκπαίδευσης, έρευνας και τεχνολογίας κ.α.) μπορεί να περιλαμβάνει ορισμένους σαφείς άξονες πολιτικής. Ενδεικτικά, την εκτίμηση των αναγκαίων προσαρμογών σε διατομεακό επίπεδο (υδατικό ισοζύγιο και διαχείριση υδάτινου δυναμικού, κίνδυνοι, υγεία, βιοποικιλότητα), την ανάλυση των απαιτήσεων προσαρμογής των επιμέρους τομέων (ενέργεια, μεταφορές, βιομηχανία, γεωργία, υπηρεσίες) σε χωρικό επίπεδο (πόλεις, ύπαιθρος, παραθαλάσσιες περιοχές, ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, δάση) και το σχεδιασμό των απαραίτητων θεσμικών και οργανωτικών προσαρμογών (δημιουργία αποκεντρωμένου συστήματος διαχείρισης, φορείς διαχείρισης, συμμετοχή ΟΤΑ και συνεταιρισμών, ίδρυση Ινστιτούτου Κλιματικών Αλλαγών κλπ).
Στην προσπάθεια αυτή κρίνεται σκόπιμη η διοργάνωση ενός ανοικτού συνεδρίου για τις κλιματικές αλλαγές, αν είναι δυνατό πριν την επόμενη διεθνή διάσκεψη για το κλίμα (Δεκέμβριος του 2009, Κοπεγχάγη). Στο συνέδριο αυτό θεωρείται αναγκαία η πρόσκληση πολιτικών και επιστημονικών υπευθύνων των επτά χωρών (φορέων) που ήδη εφαρμόζουν προγράμματα προσαρμογής για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, αλλά και άλλων από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς. Η πρωτοβουλία αυτή συμβάλλει στην ανάδειξη πολιτικών θέσεων, στην ενημέρωση και τη στήριξη της συνεργασίας μεταξύ ειδικών και πολιτικών στελεχών, αλλά και στην ενίσχυση πολιτικών συμμαχιών, ενόψει των κρίσιμων διαπραγματεύσεων στο επίπεδο της ΕΕ.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου