Το
ενδιαφέρον για τα βιολογικά προϊόντα είναι δεδομένο, τόσο στην εγχώρια αγορά,
όσο και για τους καταναλωτές του εξωτερικού, αλλά προκειμένου να “πιστωθούν” οι
βιοκαλλιεργητές αυτή την τάση, θα πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία και να παράγουν
ποιοτικά προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές, ενώ όταν πρόκειται ειδικά για
εξαγωγές, να έχουν συνέπεια, συνέχεια κι έναν... μύθο, που να συνοδεύει αυτά τα
προϊόντα.
Οι
βιοκαλλιεργητές θα πρέπει να αλλάξουν νοοτροπία, ενώ όταν πρόκειται για
εξαγωγές, να έχουν συνέπεια, συνέχεια κι έναν... μύθο, που να συνοδεύει αυτά τα
προϊόντα.
Το
συμπέρασμα αυτό αποτέλεσε την κοινή συνισταμένη των εισηγητών που έλαβαν μέρος
σε εκδήλωση με θέμα «Αγροτική Επιχειρηματικότητα στη βιολογική γεωργία» που οργάνωσε
τη Δευτέρα το βράδυ στη Θεσσαλονίκη το Δίκτυο Βιολογικών Προϊόντων σε
συνεργασία με το Δίκτυο Πράξη, αλλά και τον Οργανισμό Πιστοποίησης Βιολογικών
Προϊόντων ΔΗΩ, χωρίς να λείψουν και οι αναφορές στα προβλήματα του κλάδου.
«Στη
γερμανική αγορά το 2011 η κατανάλωση βιολογικών προϊόντων ανήλθε σε αξία στα
6,5 δισ. ευρώ, αλλά την καρπώνονται κατά 40% οι Ιταλοί, κατά 40% οι Ισπανοί, κι
ακολουθούν οι Τούρκοι, οι Μαροκινοί και άλλοι, πριν βγουν στο προσκήνιο και οι
Έλληνες», τόνισε ο κ. Σοφοκλής Μιχαηλίδης, διευθύνων σύμβουλος της Bio–Ilios,
με έδρα στη Γερμανία και αντικείμενο την εισαγωγή και προώθηση νωπών φρούτων
και λαχανικών από την ελληνική αγορά.
Ο
ίδιος ανέφερε ότι οι προοπτικές υπάρχουν μια και τα ελληνικά βιολογικά προϊόντα
δεν στερούνται ποιότητας, αλλά όπως σημείωσε «ο Γερμανός θέλει να ξέρει ποιος
είναι ο παραγωγός και μια ιστοριούλα γύρω από το προϊόν. Δεν θέλει no name
προϊόντα». Επισήμανε ακόμη ότι οι Γερμανοί απαιτούν να υπάρχει συνέπεια και
συνέχεια και να μην τους κοροϊδεύουν. «Το ότι άνοιξε η αγορά της Ρωσίας δεν
σημαίνει ότι πρέπει να παρατήσουμε τη γερμανική», είπε με νόημα ο κ.
Μιχαηλίδης, για να προσθέσει, επίσης, πως ένα από τα προβλήματα που καλούνται
να υπερβούν οι Έλληνες παραγωγοί είναι αυτό της έλλειψης συνεργατικότητας. «Δεν
εμπιστευόμαστε ούτε τον ίσκιο μας. Πρέπει να τα αφήσουμε κατά μέρους αυτά και
να πάμε σε συνεργασίες, που θα είναι αμοιβαία επωφελείς για τους εμπόρους και
τους παραγωγούς».
Την
ανάγκη αλλαγής της νοοτροπίας των Ελλήνων βιοκαλλιεργητών επισήμανε και ο κ. Γιώργος
Μηναδάκης, υπεύθυνος πωλήσεων της ΒΙΑΝΑΜΕ ΑΕ, που αποτελεί τον καρπό της
συνεργασίας 9 αγροτών, που συνεργάζονται με 220 άλλους παραγωγούς στην Κρήτη
και καλλιεργούν 600 στρέμματα προϊόντων, εξάγοντας το 60% της παραγωγής. Το
ενδιαφέρον, όπως είπε, είναι δεδομένο για τα βιολογικά προϊόντα, καθώς «είναι
ανάγκη κι όχι πολυτέλεια, αφού είναι υγιεινά και προστατεύουν και το
περιβάλλον», αλλά έσπευσε να προσθέσει ότι και τα προβλήματα είναι μεγάλα
διότι, μεταξύ άλλων «οι υπουργοί Γεωργίας, διαχρονικά, μιλούν για τη βιολογική
γεωργία και την πράσινη ανάπτυξη, αλλά στην πράξη μέτρα στήριξης δεν
λαμβάνονται».
Τις
γραφειοκρατικές αγκυλώσεις στο αρμόδιο υπουργείο κατήγγειλε κι ο παραγωγός
Βασίλειος Φιλιάδης, που παράγει αρωματικά φυτά στην Καστοριά, ο οποίος ανέφερε
ότι έχει καταθέσει ολοκληρωμένο φάκελο, από τις 17 Φεβρουαρίου του 2012, για να
κατοχυρώσει μια μπράντα για τα προϊόντα του, ώστε να μπορεί να τα εξάγει προς
τη γερμανική αγορά, αλλά ακόμη περιμένει.
«Επρόκειτο
να έχω την έγκριση στις 23 του Οκτώβρη, αλλά τότε είχαν απεργία τα μέλη της
αρμόδιας Επιτροπής και επειδή τα... πήρε ο υπουργός και αποφάσισε να συστήσει
νέα Επιτροπή, περιμένω πότε θα γίνει αυτό. Αν ήμουν έγκυος θα είχα ήδη
γεννήσει», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Φιλιάδης, προσθέτοντας πως στη Γερμανία
σε λίγες εβδομάδες κατοχύρωσε δύο ονόματα.
Στο
πλαίσιο της εκδήλωσης παρουσιάστηκαν επίσης και παραδείγματα επιτυχημένων
πρακτικών βιοκαλλιεργητών, όπως αυτά της Παναιγιαλείου Ένωσης Συνεταιρισμών, η
οποία είναι η πρώτη που εξήγαγε βιολογική σταφίδα στο εξωτερικό, της «Γαία ΑΕ»,
που επιτυγχάνει το 20% των εξαγωγών της από βιολογικά προϊόντα, αλλά και την
εταιρεία «Δημόκριτος ΕΠΕ», που έχει δημιουργήσει αλυσίδα με έξι καταστήματα σε
πόλεις της ανατολικής Βουλγαρίας, πουλώντας κυρίως βιολογικές ελιές και λάδι.
Ιδιαίτερη
αναφορά, τέλος, έγινε και στις ευνοϊκές προοπτικές για την προώθηση των
ελληνικών βιολογικών προϊόντων σε Ρωσία και Ουκρανία. Όπως τόνισε ο δρ. Ηλίας
Αθανασιάδης, διευθυντής της Stirixis Consulting Group, στη Ρωσία ο κύκλος
εργασιών των βιολογικών προϊόντων ανήλθε πέρυσι στα 280 εκ. δολάρια και κάθε
χρόνο η αγορά αυξάνει κατά 7-10%, ενώ στην Ουκρανία κινείται στα περίπου 25 εκ.
δολάρια. Οι δύο αυτές χώρες θα μπορούσαν να έχουν ζήτηση τα προϊόντα ντομάτας,
οι λιαστές ντομάτες, οι κονσέρβες φρούτων και οι πιπεριές.
Λιγότερο
από το 1% των προϊόντων που παράγονται στη Βουλγαρία είναι βιολογικά, ωστόσο η
αγορά παρουσιάζει αυξητικές τάσεις και εκτιμάται ότι το 2015 το ποσό θα φτάσει
το 3%. Η Θεοντόρα Σοτίροβα ειδική σύμβουλος του βουλγαρικού Διεθνούς Κέντρου
Οικονομικών Σχέσεων τόνισε ότι το 56% των καταναλωτών δήλωσε ότι θα αγόραζε
βιολογικό γάλα, το 50% λαχανικά, το 41% κρέας και το 31% βιολογικά φρούτα.
Ανοδικές τάσεις παρουσιάζει η αγορά βιολογικών προϊόντων και στην Τουρκία όπου
το 2002 καλλιεργούνταν 89.000 εκτάρια και το 2011 περίπου 615.000 εκτάρια.
Του
Λεωνίδα Λιάμη
Πηγή:www.agronews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου