Ο
διαβήτης οφείλεται σε διαταραχή είτε της έκκρισης είτε της δράσης της
ινσουλίνης είτε σε συνδυασμό αυτών και χωρίζεται σε διαβήτη τύπου 1 ή
ινσουλινοεξαρτώμενο, όπου ο οργανισμός δεν μπορεί να παράγει καθόλου ινσουλίνη
και διαβήτη τύπου 2 ή μη ινσουλινοεξαρτώμενο, στον οποίο παράγεται μικρή
ποσότητα ινσουλίνης, που όμως δεν επαρκεί για τις ανάγκες του οργανισμού.
Η
ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου στους ασθενείς είναι αναγκαία, διότι η χρόνια
υπεργλυκαιμία στο διαβήτη προκαλεί βλάβες σε πολλά όργανα και ιδιαίτερα στους
νεφρούς, στον αμφιβληστροειδή, στα νεύρα και στις αρτηρίες.
Η
αντιμετώπιση του διαβήτη στοχεύει στην τροποποίηση της συμπεριφοράς του
ασθενούς στο κομμάτι της διατροφής και της φυσικής δραστηριότητας, με στόχο τη
ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, την αποφυγή των υπογλυκαιμιών και την
διατήρηση των επιπέδων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, όσο γίνεται πιο κοντά
στις φυσιολογικές τιμές. Ο ρόλος της διατροφής είναι καίριος, αφού μπορεί να
βελτιώσει την ινσουλινοαντίσταση, ακόμη και να προλάβει την εμφάνιση της
ασθένειας.
Σύμφωνα
με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και τoν Ευρωπαϊκό Οργανισμό Έρευνας
του σακχαρώδη διαβήτη, συστήνεται η διατροφή να είναι πλούσια σε φρούτα,
λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης, καθώς οι φυτικές ίνες που
περιλαμβάνονται στα τρόφιμα αυτά καθυστερούν την απορρόφηση της γλυκόζης, ώστε
να μην αυξάνεται το σάκχαρό του ασθενούς μεταγευματικά. Ταυτόχρονα, μια
διατροφή φτωχή σε κορεσμένα, τρανς λιπαρά και χοληστερόλη φαίνεται πως μειώνει
τον κίνδυνο επιπλοκών της νόσου μακροπρόθεσμα.
Το
σημαντικότερο στοιχείο της διατροφής των διαβητικών είναι όλες οι τροφές που
περιέχουν σάκχαρα, δηλαδή υδατάνθρακες. Ανεξάρτητα με το είδος του διαβήτη, οι
υδατάνθρακες που θα καταναλωθούν θα πρέπει να μοιραστούν κατά τη διάρκεια της
ημέρας. Οι υδατάνθρακες αποτελούν κύριο συστατικό πολλών τροφίμων, όπως τα
φρούτα, τα λαχανικά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα (με εξαίρεση όλα τα είδη τυριών)
και της ομάδας του αμύλου (π.χ. ψωμί, μακαρόνια, ρύζι, πατάτες κ.ά.). Επομένως,
οι υδατάνθρακες κρύβονται σε όλες τις τροφές, εκτός από τα τυριά, το κρέας, τα
λίπη και τα έλαια, τρόφιμα δηλαδή που δεν επηρεάζουν τα επίπεδα του σακχάρου
στο αίμα. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην κατανάλωση του αλκοόλ. Το
αλκοόλ προκαλεί υπογλυκαιμία, για αυτό πάντα θα πρέπει να καταναλώνεται μαζί με
κάποιο σνακ ή γεύμα που να περιέχει υδατάνθρακες.
Παράλληλα,
ο καφές διαθέτει ιδιαίτερα προστατευτική δράση για την εμφάνιση του διαβήτη. Η
προστασία αυτή μάλλον δεν σχετίζεται με την καφεΐνη, αλλά με άλλες ουσίες που
περιέχουν αυτά τα ροφήματα – όπως το μαγνήσιο και οι αντιοξειδωτικές ουσίες
λιγνάνες και χλωρογενικά οξέα. Kαι αυτό διότι ο ντεκαφεϊνέ καφές φαίνεται να
παρέχει το μεγαλύτερο όφελος από τον πλήρη σε καφεΐνη. Σύμφωνα με τις έρευνες,
όσοι πίνουν τρία ή τέσσερα φλιτζάνια κανονικό καφέ ή τσάι την ημέρα μειώνουν
τον κίνδυνο διαβήτη κατά 20% ή περισσότερο. Σε όσους, όμως, προτιμούν τον
ντεκαφεϊνέ καφέ, η αντίστοιχη μείωση είναι 33%.
Συνοψίζοντας,
ο διαβητικός ασθενής πρέπει να ενθαρρύνεται στην τροποποίηση της διατροφικής
του συμπεριφοράς και στην ένταξη της άσκησης στη ζωή του, καθώς όπως έχει φανεί,
η απώλεια του πλεονάζοντος βάρους συμβάλλει στην καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου
σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 και η άσκηση βελτιώνει την ευαισθησία των ιστών
στην ινσουλίνη.
Πηγή:
mednutrition.gr, newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου