Η
λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Verbascum thapsus (Φλόμος ο θάψος). Ανήκει
στην οικογένεια των Σκροφουλαριειδών. Στη ώρα μας το συναντούμε με τις
ονομασίες φλόμος, μελισσαντρό, βερμπάσκο, καλάνθρωπος, γλώσσα, σπλόνος, λαμπάδα
του Αγίου Ιωάννη, αγκάθαρος, αλισφακιά, αλεπουκιά, αϊκέρι, ασπίωνας. Η ονομασία
φλόμος, εκτός από το Βερμπάσκο, λέγεται και για το Ευφόρβιο του Σιβθόρπιου καθώς
και για το Ευφόρβιο το πλατύφυλλο (που χρησιμοποιούν στο ψάρεμα, γιατί περιέχει
ουσίες που εμποδίζουν τα ψάρια να αναπνεύσουν από τα βράγχια και ανεβαίνουν
στην επιφάνεια). Με την ονομασία καλάνθρωπος αποκαλείται και ο Μανδραγόρας.
Είναι
φυτό κοινό σε Ευρώπη και Μικρά Ασία. Πολλαπλασιάζεται μόνο του σε όλη την
Ελλάδα και αναπτύσσεται σε χέρσα εδάφη, αναχώματα, ξηρά λιβάδια, χαλάσματα,
ερείπια, ανάμεσα σε βράχους και στις άκρες των αγροτικών δρόμων.
Είναι
φυτό διετές που φτάνει από 50 έως 120 εκατοστά ύψος. Είναι απλό ή
πολυδιακλαδιζόμενο. Τα φύλλα του είναι μεγάλα, ακέραια, μακρόστενα, λογχοειδή,
παχιά, μαλακά, σκεπασμένα με γκριζοκίτρινες τρίχες. Τα άνθη είναι κίτρινα, με
διάμετρο 2 έως 2,5 εκατοστά σε μακρόστενο στάχυ. Ο καρπός είναι κάψα ωοειδής, κάπως
μυτερή. Οι σπόροι είναι μικροί, και ακανόνιστοι. Υπάρχουν 44 τουλάχιστον είδη
του φυτού στη χώρα μας με παρόμοιες θεραπευτικές ιδιότητες όπως το Βερμπάσκο το
πυκνανθές ή θαψίμορφο (το συναντούμε με τα ονόματα αλεπούσι, αλεπούκια,
αλεπούσια), το Βερμπάσκο το μέλαν ή κολλώδες (το συναντούμε με τις ονομασίες
μέλαινα, φλόμος, φλομόχορτο, αγριοσπλόνος, μελισσανδρύ, καλανδρούδια), το
Βερμπάσκο το θαψοειδές (το συναντούμε με την ονομασία άγρια δενδρομολόχα), ο
Θήλυς ή Κυματόφυλος (κοινώς φλασκίνα ή αβδελόχορτο ή μελίσαντρος), η Σίλφη
(κοινώς σπειρί ή αγιαννόχορτο ή αγριόσπλονος)κ.α. Ένα άλλο είδος είναι το
Verbascum undulatum (Βερμπάσκο το κυματώδες), το οποίο είναι το θηλυκό
βερμπάσκο) τα άνθη του οποίου αν τα τρίψεις πάνω στις μυρμηγκιές τις
περιορίζουν. Το είδος Verbascum densiflorum περιέχει ιριδοειδή γλουκονικά
παρόμοια με αυτά του Πλαντάγκο, τα οποία έχουν την ιδιότητα να διεγείρουν την
αποβολή του ουρικού οξέως από τα νεφρά.
Ιστορικά
στοιχεία:
Ο
φλόμος ήταν βότανο γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης αποκαλούσε Το φυτό
βερμπάσκο το μέλαν. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη ρίζα του φυτού σε
περιπτώσεις αναπνευστικών προβλημάτων, διάρροιας, κράμπας, φλεγμονών των ματιών
και ως επουλωτική. Ο Πλίνιος (77 μ.Χ.) αναφέρει πως «τα υποζύγια που δεν
υποφέρουν μόνο από βήχα, αλλά και από σπασμένα πλευρά, ανακουφίζονται αν πιουν
λίγο από το βότανο αυτό».
Στη
λαϊκή ιατρική του τόπου μας γνώριζαν τις θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού και
το χρησιμοποιούσαν κύρια για διαταραχές του αναπνευστικού. Επίσης μούσκευαν
άνθη του φυτού σε ελαιόλαδο για μερικές μέρες και χρησιμοποιούσαν το λάδι κατά
της ωτίτιδας υπό μορφή σταγόνων για τα αυτιά.
Παράλληλα
το χρησιμοποιούσαν για τη δημιουργία χρωστικής που βάφει τα υφάσματα κίτρινα,
πορτοκαλί ή καφέ.
Τα
φύλλα τα χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν ως υποκατάστατο του καπνού, ενώ το
τριχωτό χνούδι από τα φύλλα το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν φυτίλια για τις
λάμπες πετρελαίου.
Στην
Κρήτη το βότανο το ονομάζουμε μελισσαντρού. Οι χωρικοί έλεγαν για το φυτό ότι
«κλαίει η Μελισσαντρού» γιατί το φυτό έχει την ιδιότητα όταν κτυπήσεις τον
βλαστό με ένα ξυλαράκι να ρίχνει τα άνθη του μέσα σε 30 έως 60 δευτερόλεπτα. Τα
παιδιά κτυπούσαν το φυτό λέγοντας «Μελισσαντρού, Μελισσαντρού, Μέλισσα
κακομοίρα, τον άντρα σου σκοτώσανε και τα παιδιά σου πήραν και συ φορείς τα
κίτρινα, βγάλε τα κακομοίρα». Η πτώση των ανθέων είχε απασχολήσει την Βοτανική
Επιστήμη από το 1824 όπως αναφέρει ο Σπ. Μηλιαράκης στο «Εγχειρίδιο Βοτανικής».
Συστατικά-χαρακτήρας:
Το
βότανο είναι ελαφρώς γλυκό, δροσερό και υγρό. Περιέχει γλίσχρασμα, κόμμι,
σαπωνίνες, κιτρινόχρωμο πτητικό έλαιο, οξύ όμοιο με το ελαϊκό, μαλικό και
φωσφορικό ασβέστιο, οξικό κάλιο, σάκχαρο, χλωροφύλλη, κίτρινη χρωστική
(κροζετίνη, ξανθοφύλλη), ρητινώδη ύλη, μεταλλικά στοιχεία, φλαβονοειδή
(εσπεριδίνη, βερβασκοσίδη), γλυκοσίδια (οκουμπίνη κ.α.).
Άνθιση
– χρησιμοποιούμενα μέρη - συλλογή:
Το
φυτό ανθίζει από Μάιο έως Σεπτέμβριο. Συλλέγεται όλο το καλοκαίρι. Για τις
θεραπευτικές τους ιδιότητες χρησιμοποιούνται τα ξηρά άνθη και φύλλα του φυτού
κύρια, αλλά και η ρίζα. Τα φύλλα συλλέγονται πριν πάρουν καφέ χρώμα. Τα
ξηραίνουμε στη σκιά. Αν το ξηρό βότανο βρεθεί σε υγρό περιβάλλον τα άνθη
γίνονται καφέ και χάνουν τις θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Θεραπευτικές
ιδιότητες και ενδείξεις:
Δρα
ως αποχρεμπτικό, μαλακτικό, ήπιο διουρητικό, ήπιο ηρεμιστικό και επουλωτικό. Τα
άνθη είναι ευεργετικά για το αναπνευστικό σύστημα. Τονώνουν τις βλεννογόνους
μεμβράνες του αναπνευστικού, μειώνοντας τις φλεγμονές και διεγείροντας την
παραγωγή υγρών, διευκολύνοντας έτσι την απόχρεμψη.
Θεωρούνται
ειδικό ίαμα για τη βρογχίτιδα, όταν υπάρχει έντονος βήχας με ερεθισμό του
λαιμού. Συνδυάζεται άριστα με το Μαρρούβιο, το Βήχιο και τη Λομπέλια για τη
θεραπεία της βρογχίτιδας.
Οι αντιφλεγμονώδεις
και μαλακτικές ιδιότητες κάνουν αποτελεσματικό το φυτό σε περιπτώσεις φλεγμονής
της τραχείας και άλλων παρόμοιων καταστάσεων.
Δρα
θετικά σε παθήσεις του εντερικού σωλήνα και των ουροφόρων οδών.
Για
εξωτερική χρήση έγχυση εν ψυχρώ του βοτάνου σε ελαιόλαδο είναι εξαιρετικό για
να καταπραΰνει και θεραπεύσει κάθε φλεγμένουσα επιφάνεια στην επιφάνεια του
δέρματος.
Το
αφέψημα των φύλλων βοηθά εξωτερικά σε πλύσεις για περιπτώσεις διάρροιας και
δυσεντερίας, για επαλείψεις εγκαυμάτων, κνησμών ή λειχήνων, ενώ το ίδιο αφέψημα
είναι καθαρτικό, υπακτικό. Τονώνει και καθαρίζει τα μάτια και κατευνάζει τις
φλεγμονές των βλεφάρων.
Αν
και βασικά χρησιμοποιούμε φύλλα και άνθη, οι ρίζες δεν έχουν λίγες ιδιότητες.
Οι ρίζες τεμαχισμένες και ξεραμένες γίνονται πολύ καλό διουρητικό αφέψημα, το
οποίο είναι εξ ίσου αποτελεσματικό κατά των παθήσεων του στήθους, κατά του βήχα
και κατά της υπερβολικής βλέννας, των φλεγμονών του στόματος και του λάρυγγα.
Στην
ομοιοπαθητική το χρησιμοποιούν για τους ίδιους λόγους που αναφέραμε καθώς
επίσης και για τα παιδιά που συνεχίζουν να έχουν νυκτερινή ενούρηση όταν
μεγαλώνουν.
Παρασκευή
και δοσολογία:
Παρασκευάζεται
ως έγχυμα. Ρίχνουμε ένα φλιτζάνι βραστό νερό σε μία με δύο κουταλιές του
τσαγιού ξηρά φύλλα ή άνθη και το αφήνουμε σκεπασμένο για 10 έως 15 λεπτά. Το
ρόφημα το πίνουμε τρεις φορές την ημέρα.
Σε
βάμμα η δοσολογία είναι από 1 έως 4 ml τρεις φορές την ημέρα.
Σε
κατάπλασμα (με γάλα) τα φύλλα χρησιμοποιούνται κατά των πόνων από αιμορροΐδες
και κατά των εξωτερικών φλεγμονών (καλόγερων, εξανθήματα κ.α.)
Σε
γαργαρισμούς σε συνδυασμό με ξύδι ή μέλι για στηθικά νοσήματα και παθήσεις του
λαιμού.
Σε
ίδιες ποσότητες με το φασκόμηλο μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε στο μπάνιο για
την αντιμετώπιση των ρευματισμών.
Προφυλάξεις:
Το
έγχυμα των ανθέων θέλει προσεκτικό σούρωμα για να μην περάσουν οι μικρές τρίχες
που μπορούν να ερεθίσουν τον λαιμό και να προκαλέσουν βήχα.
*Άρθρο
του Σάκη Κουβάτσου στα Χανιώτικα Νέα
Πηγή:.herb.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου