Αμφιλεγόμενα είναι τα αποτελέσματα της εφαρμογής της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως τουλάχιστον φαίνεται από την πορεία των τιμών των αγροτικών προϊόντων και την αύξηση του καλλιεργητικού κόστους από το 1962 μέχρι σήμερα.
Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στον παραγωγό αυξήθηκαν κατά 80%, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκαν και οι τιμές λιπασμάτων κατά 180%.
Από τότε, σύμφωνα με όσα είπε ο Τάσος Χανιώτης, ανώτερο στέλεχος της Κομισιόν στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια της ΚΑΠ στη Θεσσαλονίκη στις 23 Απριλίου, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στον αγρότη-παραγωγό αυξήθηκαν κατά 80%, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι τιμές λιπασμάτων κατά 180% και της ενέργειας κατά 240%.
Την ίδια χρονική περίοδο, ένας τρίτος εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε να πει ότι οι αγρότες στηρίχθηκαν αρκετά από την ΚΓΠ, αλλά τα χρήματα που εισέπραξαν στην ουσία φαίνεται ότι διολίσθησαν προς τους μεσάζοντες και «αδρανοποίησαν» τα φυσικά ανακλαστικά των αγροτών απέναντι στην συστηματική «ληστεία» που αναπτύχθηκε από τις ενδιάμεσες μη παραγωγικές δομές των αστών και «ευνούχισαν» τις εμπορικές δυνατότητες των αγροτών.
Ταυτόχρονα κατέστησαν τους αυτάρκεις, σχεδόν μη εξαρτώμενους, αγρότες της δεκαετίας του 1960, σε πλήρως εξαρτώμενους από τις χρηματοδοτήσεις της ΚΓΠ και από τις επιθυμίες των κυβερνώντων. Ένα πλέγμα νόμων, φορολογίας και κανονισμών, με συνηγορία της γραφειοκρατίας, υποκλέπτουν τις δυνατότητες των αγροτών και τους καθιστούν πλήρως εξαρτώμενους, καθυποταγμένους στις επιθυμίες των διαχειριστών των χρηματοδοτήσεων της ΚΓΠ. Ενώ ο πλήρης εκχρηματισμός της αγροτικής οικονομίας καθυποτάσσει την αγροτική κοινωνία στους κανόνες της οικονομίας της αγοράς.
Η αγροτική κοινωνία, ως μια ενεργός, οργανική κοινωνία, θα έπρεπε να εφαρμόζει τους κανόνες της κοινωνικής οικονομίας, και όχι της οικονομίας της αγοράς, που είναι μια εφεύρεση, από τους σχεδόν παρασιτικούς προς την παραγωγή, αστούς.
Σήμερα, έχει επιτευχθεί η πλήρης απαξίωση του συνεργατισμού, που είναι η κατ’ εξοχήν έκφραση της κοινωνικής οικονομίας και έχουν εφαρμοσθεί τεχνικές, «ισοδύναμες προς αποκλεισμό», για να αποκλείσουν τους αγρότες από τη δυνατότητα επαφής με τους καταναλωτές. Έτσι οι Αγροτικές Αγορές νοθεύθηκαν με άλλους επαγγελματίες και κατάντησαν κάτι σαν «Λαϊκές Αγορές», οι κεντρικές λαχαναγορές είναι η δικαιολογία των καταστροφέων της διαφάνειας της εφοδιαστικής αλυσίδας και δεν λειτουργούν Δημοπρατήρια ως πρωτοβάθμιοι αγροτικοί συνεταιρισμοί παραγωγών αγροτικών προϊόντων.
Η σύγχρονη πολιτεία αποκλείει τους αγρότες από την πλήρη αξιοποίηση των υπολειμμάτων της αγροτικής τους παραγωγής, με ένα πλέγμα νόμων, όπως πέλετς ή άλλα. Ακόμα και η παραγωγή ενέργειας, που είναι κατ’ εξοχήν αντικείμενο του πρωτογενούς τομέα, και θα μπορούσε να βοηθήσει τους αγρότες να καταστούν λιγότερο εξαρτώμενοι ή ακόμα και αυτάρκεις ενεργειακά, τελικά τους κατέστησε διπλά εξαρτώμενους, αφού με επικοινωνιακές τεχνικές, αντί για φωτοβολταϊκά πάνελ 20-30 ή 40 KW, για να καλύψουν τις ανάγκες τους, επένδυσαν σε 100 KW και έτσι τώρα έχουν δύο εξαρτήσεις, μία για να πουλήσουν ρεύμα και μία για να αγοράσουν ρεύμα.
Διότι φαίνεται ότι κατά βάθος η εξουσία δεν επιθυμεί να είναι υποχρεωμένη να εξυπηρετεί και να υπηρετεί αυτάρκεις, ανεξάρτητους πολίτες, αλλά προτιμά πλήρως εξαρτώμενους από αυτήν ψηφοφόρους. Και η Κοινή Γεωργική Πολιτική, όπως εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια κατάφερε να καταστήσει τους αυτάρκεις, ανεξάρτητους Έλληνες αγρότες σε πλήρως εξαρτώμενους ψηφοφόρους.
Οι αγροτικές κοινωνίες σε όλες τις χώρες του κόσμου παρέχουν δωρεάν δημόσια αγαθά, όπως είναι το πόσιμο νερό, ο καθαρός αέρας και το ευχάριστο τοπίο, ενώ είναι τροφοδότες των αστικών περιοχών σε τρόφιμα, ξυλεία, και άλλα προϊόντα χρήσιμα για την επιβίωση των αστών, και παράλληλα διατηρούν πλούσια τα οικοσυστήματα που συντηρούν την ζωή σε αυτόν τον πλανήτη και ανανεώνουν τους γερασμένους αστικούς πληθυσμούς των πόλεων. Σε αντάλλαγμα (όπως αναφέρει ο καθ Γ. Δαουτόπουλος «Αγροτική Κοινωνιολογία & Συνεργατισμός»), μέσω του μηχανισμού των τιμών και της φορολογίας, αξιόλογο μέρος των αγροτικών εισοδημάτων μεταφέρεται (υφαρπάζεται) στις αστικές περιοχές, συντηρώντας την (παρασιτική) οικονομική δραστηριότητα στις πόλεις, μισθοδοτώντας αστούς.
Την δεκαετία 1960, μας λέει το υπουργείο Γεωργίας, από την εμπορική τιμή ενός αγροτικού προϊόντος στο ράφι του παντοπωλείου, το κόστος των εισροών (σπόροι, λιπάσματα, ενέργεια κ.λπ.) ήταν το 10% της τελικής τιμής καταναλωτή, το 60% πήγαινε στον αγρότη και το 30% κόστιζε η τυποποίηση, η συσκευασία, οι μεταφορές, η αποθήκευση και η εμπορία. Την δεκαετία του 2010, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων δίνει ότι από την τελική τιμή καταναλωτή στο ράφι του σούπερ-μάρκετ το 20% κοστίζουν οι εισροές (σπόροι υβρίδια-άγονοι κ.λπ.), το 10% πηγαίνει στον αγρότη και η τυποποίηση, η συσκευασία, οι μεταφορές, η αποθήκευση, τα logistics και η εμπορία απορροφούν το 70% της τιμής καταναλωτή.
Ο παππούς μου, στον Καταχά Πιερίας, ήταν αυτάρκης. Με τα χρήματα που έπαιρνε από την πώληση των καπνών αγόρασε ένα σπίτι στην Θεσσαλονίκη. Στην ουσία μετέφερε κεφάλαια που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την αγροτική ανάπτυξη, σαν εσωτερικό δάνειο, στην αστική ανάπτυξη. Ο αστικός χώρος έχει υποχρέωση να επιστρέψει αυτά τα κεφάλαια που άντλησε από τον αγροτικό χώρο και ο μηχανισμός λέγεται Κοινή Γεωργική Πολιτική. Είναι χρήματα που οφείλεται να επιστραφούν. Δεν δίδονται ως προνοιακό επίδομα σε «αναξιοπαθούντες συμπολίτες», ούτε για την εξασφάλιση εισοδήματος. Οι αγρότες είναι αυτοί που παράγουν πλούτο και αυτοί που φροντίζουν το 75% περίπου της συνολικής επιφάνειας και του φυσικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη.
Ακόμα και με διπλασιασμό του μέσου κλήρου (σήμερα 47 στρέμματα) ακόμα και με διπλασιασμό της παραγωγής ανά στρέμμα ο αγρότης δεν μπορεί να εξασφαλίσει επαρκές επίπεδο ζωής ή ακόμα και επιβίωση. Λόγω κυρίως της υποκλοπής μέσω του μηχανισμού των τιμών. Ενώ επισημαίνεται η έλλειψη εφαρμοσμένης έρευνας, επαρκούς αγροτικής επαγγελματικής κατάρτισης και αποκλεισμός από σύστημα Επιμελητηριακής υποστήριξης (Τοπικά Επιμελητήρια ή Αγροτικό Επιμελητήριο).
Η Κοινή Γεωργική Πολιτική έρχεται μαζί με όλα τα άλλα για να υποστηρίξει και το αγροτικό μοντέλο της Ευρώπης, το οποίο δεν συμπίπτει με το αμερικανικό αγροτικό μοντέλο. Στην Ευρώπη δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στην αγροτική κοινωνία και στην αειφορία των πόρων. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ακόμα σημασία η ανθρώπινη ζωή και οι ανθρώπινες κοινωνίες και όχι κατ’ ανάγκην η πλήρως εκχρηματισμένη οικονομία της αγοράς και η θεοποίηση του οικονομικού κέρδους. Τα μεταλλαγμένα δεν έχουν αλώσει πλήρως της Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας και εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων στον κόσμο. Την ΕΕ ανταγωνίζονται σε όλα τα επίπεδα και κυρίως στα αγροτικά η αμερικάνικη οικονομία και οι προτεραιότητές της.
Ήταν ατυχές, που ένα ίδρυμα με μεγάλη προσφορά με τις ιδέες του και τα μοντέλα του στον αγροτικό τομέα, επελέγη ως ο πιο κατάλληλος χώρος για να επισημανθεί η προσφορά της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής στους Ευρωπαίους αγρότες, εκτός εάν γίνεται προγραμματισμένη (από ποιον;) προσπάθεια να συμπέσουν τα δύο μοντέλα, που ήρθαν σε πλήρη σύγκρουση στη συνέλευση του ΠΟΕ στο Σηάτλ. Η φιλοξενία από τη λεγόμενη «Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή» ήταν άριστη, η υποστηρικτική «Μίλητος» εργάσθηκε φιλότιμα και οι εμπλακέντες στην διαδικασία απόλυτα ικανοποιητικοί, αλλά τα συνειρμικά συμπεράσματα δεν είναι τα πιο κατάλληλα για την επισήμανση της λειτουργίας 50 ετών της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα.
Πηγή:www.agronews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου