Με καθυστέρηση 3-4 ετών δίνονται οι εγκρίσεις σε νέας
τεχνολογίας σκευάσματα φυτοπροστασίας από το ελληνικό κράτος. Το αποτέλεσμα
είναι, από τη μία πλευρά, να μην μπορεί ο αγρότης να αυξήσει τις αποδόσεις και
το εισόδημά του και, από την άλλη, να χάνει το κράτος έσοδα από το παράνομο
εμπόριο που αναπτύσσεται.
Απροσπέλαστα για τον Έλληνα αγρότη είναι έτοιμα, νέας
τεχνολογίας «όπλα», με τα οποία
μπορεί να καταπολεμήσει τις περισσότερες
ασθένειες, τα ζιζάνια και τα έντομα που προσβάλουν την καλλιέργειά του.
Μιλάμε για τα προϊόντα φυτοπροστασίας που επιτρέπονται
στην Ε.Ε., αλλά δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα και, όπως καταγγέλουν στην Agrenda
άνθρωποι της αγοράς, ο υπαίτιος είναι το κράτος: Έχει μία μακρά λίστα από
προϊόντα που περιμένουν από το 2009 να γίνουν οι απαραίτητες δοκιμές και να
εγκριθεί οριστικά η κυκλοφορία τους. Είτε, λοιπόν, δίνεται κατ’ εξαίρεση
έγκριση 120 ημερών, όπως έγινε το 2012 και σώθηκαν τελευταία στιγμή οι
βαμβακοκαλλιέργειες από το πράσινο σκουλήκι, είτε δίνονται εγκρίσεις με το…
σταγονόμετρο.
Τους τελευταίους δύο μήνες, σύμφωνα με τις αποφάσεις που
έχει εκδώσει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, έχουν εγκριθεί οριστικά μόλις 21
προϊόντα. Αυτό αντιστοιχεί σε ένα πολύ μικρό ποσοστό των προϊόντων που
περιμένουν «στην ουρά» για έγκριση, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν το τι
συμβαίνει στον χώρο της φυτοπροστασίας.
Πιλότος η Ιταλία
Με επανειλημμένα αιτήματά του, ο Ελληνικός Σύνδεσμος
Φυτοπροστασίας έχει ζητήσει να ξεμπλοκάρει αυτή η λίστα των εγκρίσεων και
μάλιστα έχει προτείνει κάτι που ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση: Σε ορισμένες
επείγουσες περιπτώσεις και όπου υπάρχει μεγάλη ανάγκη, να δίνονται «αυτόματα»
εγκρίσεις για προϊόντα που έχουν δοκιμαστεί και έχουν εγκριθεί σε χώρες με
παραπλήσιο κλίμα και καλλιέργειες με την Ελλάδα, όπως είναι η Ιταλία, η οποία
έχει και ένα σαφώς πιο γρήγορο σύστημα πειραματικών δοκιμών και αδειοδότησης
φυτοπροστατευτικών προϊόντων.
Οι συνέπειες
Σε τέτοιες περιπτώσεις μεγάλων καθυστερήσεων μπορεί να
συμβούν δύο πράγματα:
α) Να ανοίξει η «πόρτα» για επιτήδειους που θα εισάγουν
τα ίδια προϊόντα, επικίνδυνες απομιμήσεις ή παλιότερα απαγορευμένα σκευάσματα.
Ήδη το λαθρεμπόριο αυτού του είδους ανθεί με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφυγόντα
έσοδα για το ελληνικό κράτος από ΦΠΑ. Έτσι, επιτυγχάνεται και το «δέλεαρ» προς
τον αγρότη που είναι η φθηνότερη τιμή.
β) Να αργήσει τόσο πολύ η έγκριση που το φάρμακο να έχει
ήδη ξεπεραστεί από άλλα πιο καινούριας τεχνολογίας, τα οποία ενδεχομένως να
είναι και πιο αποδοτικά.
Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Οι Έλληνες
αγρότες χάνουν σε χρόνο, χρήμα και σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους
συναδέλφους τους στις γειτονικές χώρες, που μπορούν να έχουν πιο προωθημένης
τεχνολογίας φυτοπροστατευτικά προϊόντα.
Στα πλοκάμια των επιτηδείων
Την κερκόπορτα στο λαθρεμπόριο ανοίγει η καθυστέρηση των
εγκρίσεων. Διάφοροι επιτήδειοι αδιαφορούν για τις επιπτώσεις και για τους
λόγους που οδήγησαν στην απαγόρευση ισχυρών φαρμάκων που χρησιμοποιούνταν μέχρι
πρότινος. Έτσι, διακινούνται ακόμα και μέσα σε μπαρ και καφετέριες
τιμοκατάλογοι από καταστήματα γεωργικών εφοδίων της Βουλγαρίας, των Σκοπίων και
της Τουρκίας. Η χαμηλή τιμή που προσφέρει η «μαύρη αγορά» είναι δέλεαρ για τον
αγρότη που δεν έχει ρευστότητα και που έχει συνηθίσει στα παλιά φάρμακα. Από
άγνοια, όμως, καταλήγει να παίζει κορώνα-γράμματα με την υγεία και τη σοδειά
του. Το περσινό παράδειγμα της καταστροφής βαμβακοκαλλιεργειών στην κεντρική
Μακεδονία, που γειτόνευαν με ορυζοκαλλιέργειες είναι χαρακτηριστικό.
Στα 30 εκατομμύρια ευρώ υπολογίζεται ο τζίρος της
«μαύρης» αγοράς
Το κράτος ανοίγει την πόρτα στο παρεμπόριο
Τρεις είναι οι κατηγορίες σκευασμάτων φυτοπροστασίας που
γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, επειδή ο κρατικός μηχανισμός δημιουργεί
περισσότερα εμπόδια από όσα λύνει:
Α) Όσα είναι εγκεκριμένα σε άλλες χώρες της Ε.Ε. και
περιμένουν έγκριση εδώ και κάποια χρόνια για την Ελλάδα. Αυτά είναι νέας
τεχνολογίας και αρκετά αποτελεσματικά.
Β) Όσα απαγορεύτηκαν με ευρωπαϊκούς κανονισμούς, λόγω
κινδύνων για την υγεία των αγροτών και των καταναλωτών, αλλά χρησιμοποιούνται
ακόμα σε Τρίτες Χώρες, όπως η Τουρκία και τα Σκόπια. Το πλεονέκτημά τους είναι
ότι οι αγρότες τα γνωρίζουν από παλιά και τα προτιμάνε, αγνοώντας τους
κινδύνους.
Γ) Όσα είναι εγκεκριμένα σε Ε.Ε. και Ελλάδα. Το κέρδος
της μαύρης αγοράς είναι ότι τα εισάγει χωρίς να πληρώνει φόρους.
Πιο συγκεκριμένα, στα προϊόντα που επιτρέπονται σε όλη
την Ε.Ε. το δέλεαρ για την παράνομη εισαγωγή τους είναι το κόστος, γιατί, όπως
είναι φυσικό, το λαθρεμπόριο δεν πληρώνει φόρους (ΦΠΑ κ.λπ.) στο κράτος. Το
αποτέλεσμα είναι να προμηθεύονται προϊόντα σε τιμές χαμηλότερες κατά 20-30% και
τα ποσά να χάνονται από τα κρατικά έσοδα. Αυτός είναι και ο λόγος που
φημολογείται ότι στη Βουλγαρία και στην Ιταλία υπάρχουν χαμηλότερες τιμές, ενώ
στα γεωπονικά καταστήματα των χωρών αυτών οι τιμές είναι περίπου οι ίδιες με τα
καταστήματα της Ελλάδας.
Πρόστιμα
Πάντως, ο κρατικός μηχανισμός έχει εντοπίσει τέτοιες
διακινήσεις παράνομων φυτοπροστατευτικών προϊόντων και έχει επιβάλει σχετικά
πρόστιμα ύψους 135.000 σε 61 εμπόρους και παραγωγούς. Το θέμα είναι ότι σε
σχέση με τον τζίρο που πραγματοποιούν αυτοί οι έμποροι, έχουν ισχυροποιηθεί και
έχουν δημιουργήσει κυκλώματα στα οποία εμπλέκονται πλέον κι άλλοι μεσάζοντες.
Μάλιστα, το πιο γνωστό «τρίγωνο» διακίνησης τέτοιων
προϊόντων, σύμφωνα με καταγγελίες αγροτών, βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ
Βουλγαρίας και Τουρκίας, όπου πολλά μουσουλμανικά χωριά εκατέρωθεν της
συνοριακής γραμμής είναι ενωμένα και δεν γίνεται κανένας έλεγχος.
Από εκείνη τη δίοδο περνούν κυρίως κινέζικης προέλευσης
φάρμακα, είτε απαγορευμένα, είτε με παραποιημένες ετικέτες, είτε αντίγραφα και
μέσω Βουλγαρίας έρχονται και στην Ελλάδα.
Τι προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο
Στοιχίζει σε χρόνο και χρήμα
Την ίδια στιγμή η γραφειοκρατική δημόσια διοίκηση, αντί
να διευκολύνει την κατάσταση, τη δυσκολεύει.
Σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νέος νόμος 4061/2012 περί
φυτοπροστασίας, για να ξεμπλοκάρουν οι εγκρίσεις θα πρέπει να βγει μία
εγκύκλιος από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξη, για τον τρόπο με τον οποίο
δίνονται από την αρμόδια υπηρεσία.
Σε αυτή την εγκύκλιο, όπως καταγγέλλουν άνθρωποι που
έχουν παρακολουθήσει από κοντά το θέμα τα προηγούμενα χρόνια, συνήθως
εντάσσονται περισσότερα κριτήρια από όσα απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να
υπάρχει σοβαρός λόγος. Αυτό τελικά το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί
πρόσθετες καθυστερήσεις και επιπλέον κόστος στη διαδικασία έγκρισης.
Αλεξανδρής Πέτρος
Πηγή:www.agronews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου